σβουρίζω, ρ. [<σβούρα + κατάλ. -ίζω], σβουρίζω· χτυπώ δυνατά κάποιον με την παλάμη μου, τον μπατσίζω, τον σκαμπιλίζω, με περιστρεφόμενη κίνηση του χεριού μου: «του σβούριξε μια μπάτσα, που τον έκανε να δει τον ουρανό με τ’ άστρα»·  
- μου τη σβούριξε ή μου την έχει σβουρίξει, α. αποφάσισα ξαφνικά να κάνω κάτι και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο: «κάποια στιγμή μου τη σβούριξε και τους παράτησα όλους κι έφυγα». β. νευρίασα πάρα πολύ: «μου την έχει σβουρίξει μ’ αυτές τις ανοησίες σου, γι’ αυτό σταμάτα, γιατί θα σε πλακώσω στο ξύλο».