σαπούνι, το, ουσ. [<μσν. σαπούνιν <μτγν. σαπώνιον, υποκορ. του μτγν. σάπων <λατιν. sapo], το σαπούνι·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος·
- είναι για σκοινί και σαπούνι, βλ. λ. σκοινί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- το καλύτερο σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι ή το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, ειρωνικό, κοροϊδευτικό ή απειλητικό πείραγμα σε οπαδούς του κομμουνισμού από αντικομμουνιστές. Αναφορά στα ναζιστικά στρατόπεδα, όπου εκτυλίχθηκε η γενοκτονία των Εβραίων. Πρβλ.: στο Νταχάου τα πηγαίναν και τα κάνανε σαπούνι και τα πιάτα τους επλέναν, όταν τρώγανε οι Ούνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. λ. αράπης·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, βλ. λ. αράπης.