σάνφιστικ, το, άκλ. κ. σανφιστίκι, το, ουσ. [<τουρκ. şamfistigi (= φιστίκι της Συρίας)]. 1. το φιστίκι Αιγίνης: «μαζί με το ουίσκι του του ’φερε κι ένα μπολάκι με σάνφιστικ». 2. η σεξουαλική πράξη: «έχεις δει καμιά γυναίκα που να μην της αρέσει το σάνφιστικ;». Ίσως από το ότι το σάνφιστικ και σαν ξηρός καρπός αλλά και επειδή είναι αρμυρό, ανεβάζει την πίεση, πράγμα που υποβοηθάει τη στύση. Πρβλ.: φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι·
- της δίνω ένα σάνφιστικ, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρε στην γκαρσονιέρα του και της έδωσε ένα σάνφιστικ». .