σακί, το, ουσ. [<αρχ. σακκίον, υποκορ. του σάκκος], το σακί. 1. το τσουβάλι: «τον έστειλα ν’ αγοράσει ένα σακί αλεύρι». 2. (ως μονάδα μέτρησης) ό,τι χωράει μέσα στο σακί: «ήρθε ο θείος απ’ το χωριό και μας έφερε δυο σακιά φασόλια». 3. (στο χώρο της αγοραπωλησίας βρεφών) το βρέφος που δηλώνεται στη μητέρα ως νεκρό για να πουληθεί σε κάποιο ενδιαφερόμενο ζευγάρι, που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά: «ο γιατρός με πληροφόρησε πως την άλλη βρομάδα ενδέχεται να έχει ένα σακί». Συνών. πακέτο (5). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- βάζω το κεφάλι μου στο σακί, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, λ. ντορβάς·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, βλ. λ. γάτα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- κάνει σαν γάτα στο σακί, βλ. λ. γάτα·
- με το σακί, λέγεται για να δηλώσει μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «έχει λεφτά με το σακί». Συνών. με το τσουβάλι ·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- σαν σακί με πατάτες, λέγεται υποτιμητικά για άτομο που είναι ντυμένο με πρόχειρα, παλιά ή και φθαρμένα ρούχα: «μην έρθεις πάλι ντυμένος σαν σακί με πατάτες, γιατί θα υπάρχει πολύ καθώς πρέπει κόσμος». Από το ότι το σακί, μέσα στο οποίο βάζουν πατάτες, είναι κατασκευασμένο από λινάτσα·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις, με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «δεν είναι σωστό να τα βάζεις όλα στο ίδιο σακί, γιατί το κάθε θέμα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα»· 
- τον βάζω στο σακί, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «του πήρε ένα σωρό λεφτά για να τον κάνει δήθεν συνέταιρο και τον έβαλε στο σακί, γιατί του τα  ’φαγε»·
- τον πέταξε κάτω σαν σακί, τον έριξε κάτω με δύναμη, τον σαβούρντισε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον πέταξε κάτω σαν σακί». Από τον τρόπο με τον οποίο αφήνει κάποιος να πέσει κάτω το βαρύ σακί που κουβαλάει στους ώμους του·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα σακί και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν || δεν είναι σωστό να τους βάζεις όλους στο ίδιο σακί, γιατί ο καθένας απ’ αυτούς είναι διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι / τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα· 
- τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν μπορώ να τους βάλω και τους δυο στο ίδιο σακί, γιατί ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος είναι χαμάλης!». Συνών. τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι / τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω με την ίδια χτένα.