ρώτημα κ. ερώτημα, το, ουσ. [<μσν. ρώτημα <αρχ. ἐρώτημα], το ερώτημα·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, ερώτηση με απειλητική συνήθως διάθεση και με τάση ελέγχου: «για να ’χουμε καλό ρώτημα, γιατί γύρισες πάλι χτες το βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι;»·
- δε θέλει ρώτημα, δεν απαιτείται πολύ σκέψη, είναι απλό, είναι αυτονόητο, ευνόητο: «αν θα ’ρθει το βράδυ η γυναίκα σου στο χορό, θα ’ρθεις κι εσύ; -Δε θέλει ρώτημα». Συνών. δε θέλει φιλοσοφία·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα, βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
- δε χρειάζεται ρώτημα, βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
-δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
- θέλει (και) ρώτημα! βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
- θέλει (και) ρώτημα του πράγμα! βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
- χρειάζεται (και) ρώτημα! βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. φρ. δε θέλει ρώτημα.