ρώγα, η, ουσ. [<μτγν. ῥώξ <αρχ. ῥάξ]. 1. ο καρπός του σταφυλιού: «είχε ένα μεγάλο τσαμπί στο χέρι του και τσιμπολογούσε αργά τις ρώγες του σταφυλιού». 2. η θηλή του μαστού: «οι ρώγες της ξεχώριζαν κάτω απ’ τη λεπτή μπλούζα της». 3. λαστιχένια θηλή για μωρά: «δώσε, καλέ, τη ρώγα στο μωρό να μην κλαίει». 4. το εσωτερικό τμήμα της άκρης των δαχτύλων: «είχε μείνει πολύ ώρα μέσα στη θάλασσα κι είχαν παππουδιάσει οι ρώγες των δαχτύλων του»· βλ. και λ. ρόγα·
- μάζευε κι ας είν’ και ρώγες, α. συμβουλευτική ή προτρεπτική έκφραση να μην υποτιμάμε τίποτα και να το συγκεντρώνουμε ακόμη και αν η αξία του μας φαίνεται ασήμαντη, γιατί κάποτε μπορεί να φανεί χρήσιμο. β. λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δεν αφήνει καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη, που εκμεταλλεύεται ακόμη και το παραμικρό: «το είχε σύστημα από μικρός το μάζευε κι ας είν’ και ρώγες και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μια ρώγα, μικρή ποσότητα, μικρό όφελος: «πήραν αυτοί ό,τι ήταν να πάρουν, μου ’δωσαν και μένα μια ρώγα»·
- ούτε ρώγα, ούτε την παραμικρή ποσότητα, ούτε το παραμικρό όφελος: «τα μοιράστηκαν όλα μεταξύ τους και μένα δε μου ’δωσαν ούτε ρώγα»·
- τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, βλ. λ. τζίτζικας.