απουσία, η, ουσ. [<αρχ. ἀπουσία], η απουσία· η μη προσέλευση, η μη παρουσία στην παρέα. (Λαϊκό τραγούδι: απουσίες στα μητρώα σημειώνουμε, ένας ένας το διαλάμε κι αραιώνουμε
- βάζω απουσία (σε κάποιον), α. σημειώνω ποιος απουσιάζει από την παρέα: «τον τελευταίο καιρό σ’ έβαλα πολλές απουσίες». β. (για δασκάλους, καθηγητές ή απουσιολόγους) σημειώνω ποιος μαθητής ή σπουδαστής απουσιάζει αδικαιολόγητα από το μάθημα»·
- έλαμψε δια της απουσίας του, η απουσία του έγινε αισθητή: «ήρθαν όλοι στη συγκέντρωση και μόνο ο τάδε έλαμψε δια της απουσίας του». Λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- παίρνω απουσία, α. απουσιάζω από κάπου, ιδίως από την παρέα, ενώ δεν έπρεπε ή ενώ είχα προσκληθεί: «γιατί κάθε τόσο παίρνεις απουσία απ’ την παρέα;». (Λαϊκό τραγούδι: τον τελευταίο τον καιρό με πιάνει απελπισία που κάνω προσκλητήριο και παίρνεις απουσία). β. (για μαθητές, σπουδαστές) απουσιάζω αδικαιολόγητα από το μάθημα: «δεν ήμουν διαβασμένος και πήρα απουσία απ’ το μάθημα των μαθηματικών»·
- παίρνω απουσίες, α. ελέγχω ποιοι λείπουν από κάπου, ενώ δεν έπρεπε ή ενώ είχαν προσκληθεί: «το κομματικό στέλεχος άρχισε να παίρνει απουσίες βολτάροντας ανάμεσα στους συγκεντρωμένους οπαδούς του κόμματος». β. (για δασκάλους, καθηγητές ή απουσιολόγους) ελέγχω ποιοι μαθητές ή σπουδαστές, λείπουν αδικαιολόγητα από το μάθημα: «ο δάσκαλος, πριν αρχίσει το μάθημα, πήρε απουσίες».