ρολό κ. ρουλό, το, ουσ. [<γαλλ. rouleau],το ρολό. 1. είδος φαγητού σε κυλινδρικό σχήμα με γέμιση κρέατος ή κιμά, που σερβίρεται σε φέτες: «μόλις η μητέρα έβγαλε το ρολό απ’ το φούρνο, δε βλέπαμε την ώρα να καθίσουμε να φάμε». 2. μικρός κύλινδρος με απορροφητική επιφάνεια που έχει λαβή και περιστρέφεται γύρω από άξονα και χρησιμοποιείται από τους ελαιοχρωματιστές για το βάψιμο τοίχων ή άλλων μεγάλων επιφανειών: «με το ρολό πετυχαίνει κανείς ομοιόμορφο βάψιμο». 3. συνήθως στον πλ. τα ρολά, εξωτερικό φύλλο πόρτας καταστήματος από σιδερένιο έλασμα ή πλέγμα, που τυλίγεται κυλινδρικά: «ανέβασε τα ρολά του μαγαζιού του και μπήκε μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: φέρε μεζέδες κάπελα και κλείσε τα ρολά σου κι αν θέλεις κάτσε δίπλα μου να πιεις απ’ το δικό μου και βάρδα μην κοιτάξουνε στραβά το θηλυκό μου). 4. εξωτερικό φύλλο πόρτας, ιδίως μπαλκονόπορτας ή παράθυρου, από μεταλλικό έλασμα ή ξύλινους πήχεις, που τυλίγεται κυλινδρικά: «κατέβασε τα ρολά της μπαλκονόπορτας και των δυο παραθυριών, για να μην μπαίνει ο ήλιος στο σπίτι». 5. μικρά κυλινδρικά αντικείμενα από μέταλλο ή ειδικό πλαστικό που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να τυλίγουν τα μαλλιά τους: «μας δέχτηκε με τα ρολά στο κεφάλι της κι όσο να ’ναι, ένιωσε άσχημα η γυναίκα!»·
- έχει κατεβασμένα ρολά ή έχει κατεβασμένα τα ρολά, χαρακτηρίζει γενικά το κλειστό μαγαζί: «γιατί έχει κατεβασμένα ρολά ο τάδε; || έχει κατεβασμένα τα ρολά, γιατί πενθεί το χαμό του πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: κατεβασμένα τα ρολά στην ψησταριά του Ζήση, τον πήρε ο Χάρος χθες αργά, γλυκά γλυκά απάνω στο μεθύσι
- κατεβάζει ρολά, παύει να σκέφτεται, παύει να προσπαθεί να βρει λύση σε κάποιο πρόβλημά του: «μόλις του τύχει κάποια αναποδιά, κατεβάζει ρολά και δεν ξέρει τι να κάνει». Από την εικόνα του καταστηματάρχη που μόλις κλείσει το μαγαζί του κατεβάζοντας τα ρολά στην είσοδο, παύει κάθε εμπορική δραστηριότητα·   
- κατεβάζω ρολά ή κατεβάζω τα ρολά, α. τα κλείνω και, κατ’ επέκταση, διακόπτω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα κατεβάζω τα ρολά στις οχτώ το βράδυ». (Λαϊκό τραγούδι: κατεβασμένα τα ρολά οι πόρτες σφαλιστές για το κακό που γίνηκε στην αγορά εχτές // κατεβασμένα τα ρολά στην ψησταριά του Ζήση, τον πήρε ο Χάρος χθες αργά, γλυκά γλυκά απάνω στο μεθύσι). Πρβλ.: στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της (Νίκος Καρούζος). β. απεργώ: «αν δε δοθούν αυξήσεις, οι εργάτες είναι αποφασισμένοι να κατεβάσουν τα ρολά». γ. πτωχεύω, χρεοκοπώ: «είχε απανωτές ατυχίες στη δουλειά του και κατέβασε τα ρολά». δ. διακόπτω μια σχέση: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου μιλάει για γάμο, με το πρώτο πάτημα που μου ’δωσε, κατέβασα τα ρολά». (Λαϊκό τραγούδι: ας μην τραβάμε το σκοινί, γιατί δε θέλει και πολύ η αγάπη μας ρολά να κατεβάσει). ε. αποσύρομαι από την έντονη νυχτερινή ζωή ή από τις σεξουαλικές δραστηριότητές μου λόγω ηλικίας: «τώρα η ζωή είναι για σας τους νέους, γιατί εγώ απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, κατέβασα τα ρολά». στ. (για τερματοφύλακες) κρατώ ανέπαφη την εστία μου, δε δέχομαι γκολ παρ’ όλες τις επιθετικές προσπάθειες των αντιπάλων παιχτών: «οι αντίπαλοί βομβάρδιζαν συνέχεια την εστία μας, αλλά ο τερματοφύλακάς μας κατέβασε τα ρολά». Από την εικόνα εκείνου του χώρου όπου δεν μπορεί να μπει κανείς, γιατί έχει κλεισμένη την είσοδό του με ρολά. ζ. κατσουφιάζω, κατεβάζω μούτρα, δείχνω φανερά τη δυσαρέσκειά μου: «κάθε φορά που δεν του κάνουν το χατίρι, κατεβάζει τα ρολά!». Από παρομοίωση του κατσουφιάσματος με το κατέβασμα των ρολών.