ροκοκό, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. rococo <rocaille (= σωρός πέτρες, βράχοι)], ακούγεται μόνο ως βρισιά στη φρ. της γιαγιάς σου το ροκοκό (ενν. γαμώ), όπου ο υπαινιγμός, αφορά τη μεγάλη ηλικία της γιαγιάς και, κατ’ επέκταση, και του αιδοίου της, που, υποτίθεται, ανάγεται στην εποχή του ροκοκό (18ος αι. στη Γαλλία), ενώ αραιά και πού ακούγεται και για τη μάνα· βλ. και λ. ρικοκό.