ροκανίδι, το, ουσ. [<ροκάνι + κατάλ. -ίδι], το ροκανίδι·
- δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια, βλ. φρ. δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, λ. πίτουρο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, ηλίθιος, βλάκας: «μην έχεις την εντύπωση πως κατάλαβε αυτό που του είπες, γιατί έχει ροκανίδια στο μυαλό». Συνών. έχει κάλο στο μυαλό / έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει πριονίδια στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- πριονίζω τα ροκανίδια, βλ. συνηθέστ. πριονίζω τα πριονίδια, λ. πριονίδι·
- τρώει ροκανίδια, βλ. φρ. τρώει πίτουρα, λ. πίτουρο.