ροζ, άκλ. επίθ. [<γαλλ. rose <λατιν. rosa (= ρόδο)]. 1. που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου: «ροζ φόρεμα». 2. στο ουδ. ως ουσ. το ροζ, το χρώμα του τριαντάφυλλου: «φόρεσε εκείνη τη γραβάτα με το ροζ, που σε κολακεύει»·
- ροζ ιστορία, υπόθεση ή διήγηση με ερωτικό περιεχόμενο: «υπάρχουν διάφορα περιοδικά, που δημοσιεύουν διάφορες ροζ ιστορίες σε κόμικς»·
- ροζ σκάνδαλο, σκάνδαλο με ερωτικό περιεχόμενο: «τα ροζ σκάνδαλα του Κλίντον συντάραξαν την αμερικανική πολιτική ζωή»·
- ροζ τηλέφωνα, τηλεφωνικό δίκτυο στο οποίο ακούει κανείς μαγνητοφωνημένες ερωτικές σκηνές ή συνομιλεί με γυναίκες ερωτικά: «τα ροζ τηλέφωνα έχουν εξελιχθεί σε μια επικερδέστατη επιχείρηση»·
- το ροζ φύλλο αγώνα, (για ομαδικά αθλήματα, ιδίως ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) το επίσημο έντυπο στο οποίο αναγράφει ο διαιτητής τη νικήτρια ομάδα του αγώνα: «στα πέντε τελευταία παιχνίδια που έδωσε η ομάδα μας, πήρε το ροζ φύλλο αγώνα στα τρία». Αντίθ. το κίτρινο φύλλο αγώνα.