ρίσκο, το, ουσ. [<ιταλ. risco], οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο ή προϋποθέτει κίνδυνο, το επικίνδυνο ενδεχόμενο, η αβέβαιη έκβαση σε κάποια ενέργεια: «αν ενεργήσεις με τον τρόπο που σου λέω, το ρίσκο είναι μεγάλο, αλλ’ αν πας καλά, θα τρελαθείς στα λεφτά». (Τραγούδι: δεν τη βρίσκω με τη ντίσκο, η αγάπη θέλει ρίσκο
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω το ρίσκο, βλ. λ. ρισκάρω: «εγώ δεν παίρνω το ρίσκο να ρίξω τόσα λεφτά σε μια αμφίβολη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά, μυαλό δεν έχω πια
- παίρνω απάνω μου το ρίσκο ή παίρνω το ρίσκο απάνω μου, αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας παρακινδυνευμένης ενέργειας ή δραστηριότητας σε περίπτωση αποτυχίας: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και μη φοβάσαι, γιατί παίρνω το ρίσκο απάνω μου».