ρεκόρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. record <αγγλ. record]. 1. η ανώτερη επίδοση που καταρρίπτει κάθε προηγούμενη σε ένα άθλημα ή αγώνισμα: «κανείς δεν μπόρεσε ακόμα να καταρρίψει το ρεκόρ ταχύτητας που κατέχει ο τάδε στα εκατό μέτρα». 2. οποιοδήποτε ανώτατο όριο: «το θέατρο είχε ρεκόρ προσέλευσης θεατών || σήμερα είχαμε ρεκόρ εισπράξεων»·
- κάνω ρεκόρ, α. δημιουργώ καινούρια μέγιστη και αναγνωρισμένη επίδοση σε ένα άθλημα ή αγώνισμα: «ο τάδε αθλητής έκανε ρεκόρ στο τριπλούν». β. δημιουργώ ανώτατο ρεκόρ σε κάτι: «το τάδε θεατρικό έργο έκανε ρεκόρ εισπράξεων || το τάδε βιβλίο κάνει ρεκόρ πωλήσεων»·
- σε χρόνο ρεκόρ, βλ. λ. χρόνος·
- σπάω ρεκόρ ή σπάω το ρεκόρ, καταρρίπτω τη μέγιστη αναγνωρισμένη επίδοση, ιδίως σε κάποιο άθλημα ή αγώνισμα, που κατέχει κάποιος: «ο τάδε δρομέας έσπασε το ρεκόρ ταχύτητας στα εκατό μέτρα που κατείχε εδώ και δυο χρόνια ο δείνα»·
- χτυπώ ρεκόρ, είμαι εκτός συναγωνισμού, είμαι ο καλύτερος από όλους, έρχομαι μπροστά από κάθε άλλον που ασχολείται με το ίδιο αντικείμενο: «ξεσκίστηκε στο διάβασμα και χτύπησε ρεκόρ στις εξετάσεις»·
- χτυπώ το ρεκόρ (κάποιου), επιχειρώ να καταρρίψω το ρεκόρ που κατέχει κάποιος σε κάποιο άθλημα ή αγώνισμα: «στην τελευταία του προσπάθεια επιχείρησε να καταρρίψει το ρεκόρ που κατείχε ο τάδε στο τριπλούν, αλλά δεν τα κατάφερε».