ράτσα, η, ουσ. [<ιταλ. razza <αραβ. rā’s (= κεφάλι, καταγωγή)],  η γενιά, το σόι, η φυλή, η κοινωνική ομάδα, η συντεχνία: «η ελληνική ράτσα είναι απ’ τις πιο αρχαίες του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
- είναι από ράτσα, κατάγεται από εκλεκτή οικογένεια, από εκλεκτή γενιά, από εκλεκτό σόι: «όλες οι κοπελιές, απ’ τη μέρα που έμαθαν πως ο τύπος είναι από ράτσα, έχουν ξετρελαθεί μαζί του»· βλ. και φρ. είναι ράτσας·
- είναι μεγάλη ράτσα, είναι πανέξυπνος, είναι τετραπέρατος, και για το λόγο αυτό και επικίνδυνος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλη ράτσα και θα σε βάλει στο χέρι χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι ράτσας, (για ζώα) είναι από εκλεκτό γένος, είναι καθαρόαιμο: «είναι ράτσας το σκυλί που έχεις ή είναι κανένα κοπρόσκυλο;»· βλ. και φρ. είναι από ράτσα·
- κρατάει από ράτσα, βλ. φρ. είναι από ράτσα. (Λαϊκό τραγούδι: ο Βάγγος που ’ναι μάγκας απ’ την πιάτσα, ο Βάγγος που κρατάει από ράτσα
- όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι, λέγεται για άτομα που έχουν τα ίδια ελαττώματα, τον ίδιο κακό χαρακτήρα: «ταίριαξαν και κάνουν μια χαρά παρέα μεταξύ τους, γιατί όλοι τους είναι ίδια ράτσα». Συνών. όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι / όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι·
- ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, βλ. λ. φάτσα.