ράλι, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. rallye], το ράλι· (για μπιτς βόλεϊ) επιθέσεις και αποκρούσεις των δυο αντίπαλων ομάδων που έχουν διάρκεια: «δυο συνεχόμενα ράλι στο δεύτερο σετ, ξεσήκωσαν στις εξέδρες τους θεατές»·
- κάνει ράλι, λέγεται για οδηγό που τρέχει πολύ γρήγορα και επικίνδυνα (μιμούμενος τους επαγγελματίες ραλίστες): «να του πεις του φίλου σου να πάψει να κάνει ράλι, γιατί θα τα φάει τα μούτρα του»·
- κάνω ράλι, κινούμαι με μεγάλη βιασύνη επισκεπτόμενος διάφορες δημόσιες υπηρεσίες για να φέρω σε πέρας κάποια υπόθεσή μου: «ένα μήνα τώρα κάνω ράλι στην πολεοδομία για μια άδεια κι ακόμη δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη». Από παρομοίωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει κανείς στις δημόσιες υπηρεσίες με εκείνες των οδηγών ράλι·
- ράλι αντίκα, βλ. λ. αντίκα·
- ράλι τιμών, βλ. λ. τιμή.