ραδίκι, το, ουσ. [<μσν. ραδίκι <ιταλ. radicchio], το ραδίκι · (στη γλώσσα της αργκό) το πεύκο. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε ν’ από κάτω απ’ το ραδίκι,άιντε κάθονται δυο πιτσιρίκοι, το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρουνε τσιγάρο
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε και τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα». Από την εικόνα του νεκροταφείου, όπου υπάρχουν πολλά πεύκα. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ρεπανάκια·