πρωτιά, η, ουσ. [<πρώτος + κατάλ. -ιά]. 1. η κατάκτηση της πρώτης θέσης σε διαγωνισμό, σε βαθμολογία, σε κύρος ή σε ισχύ: «όλοι αγωνίζονται για την πρωτιά». 2. το δικαίωμα να ενεργήσει κανείς πρώτος: «η πρωτιά είναι του τάδε»·
- έχω πρωτιά ή έχω την πρωτιά, α. έχω το δικαίωμα να ενεργήσω πρώτος: «κάνε πιο πίσω εσύ, γιατί εγώ έχω την πρωτιά να ρίξω». β. κατέχω την πρώτη θέση, ιδίως σε μια αναμέτρηση ή σε διαγωνισμό: «ποιος έχει μέχρι τώρα την πρωτιά στο τάδε αγώνισμα;». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παίρνω πρώτος φύλλα από τον παίχτη που μοιράζει και παίζω πρώτος: «μοίρασε σε μένα φύλλα, γιατί έχω την πρωτιά»·
- παίρνω πρωτιά ή παίρνω την πρωτιά, α. κατατάσσομαι πρώτος, ιδίως σε μια αναμέτρηση ή σε ένα διαγωνισμό, πρωτεύω: «ποιος πήρε την πρωτιά στο τρέξιμο; || τα κορίτσια της επαρχίας πήραν πάλι την πρωτιά στις εισαγωγικές εξετάσεις των πανεπιστημίων». β. (ιδίως για γυναίκες) είμαι ο πρώτος από μια ομάδα αντρών με τον οποίο κάνω έρωτα μαζί της ή είμαι ο πρώτος άντρας που κάνει έρωτα για πρώτη φορά και, κατ’ επέκταση, είμαι αυτός που την ξεπαρθενεύω: «το ’χει μανία, μόλις δει κάποια καινούρια γυναίκα στην παρέα, να πάρει την πρωτιά || εγώ θέλω να σε παντρευτώ, αλλά θέλω να μου πεις πρώτα ποιος σου πήρε την πρωτιά»·
- πάω για πρωτιά ή πάω για την πρωτιά, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι κάποιον ή κάποιους με την προοπτική να κατακτήσω την πρώτη θέση, να πρωτεύσω: «όλο το καλοκαίρι προγυμνάστηκε σκληρά και τώρα πάει για την πρωτιά στις εξετάσεις».