πρωινός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. πρωινός <πρωί], πρωινός. 1. που συνηθίζει να ξυπνάει ή εργάζεται πρωί: «συνήθισε τόσα χρόνια ο άνθρωπος να είναι πρωινός στη δουλειά κι ακόμη και τώρα, που πήρε σύνταξη, είναι από το πρωί στο πόδι || εγώ φεύγω, γιατί αύριο είμαι πρωινός στη δουλειά και πρέπει να είμαι φρέσκος το πρωί». 2. που επέστρεψε το πρωί στο σπίτι του ή που πήγε το πρωί κατευθείαν από τη νυχτερινή διασκέδαση στη δουλειά του: «μη μου αναθέσεις καμιά δύσκολη δουλειά σήμερα, γιατί είμαι πρωινός και νιώθω χάλια». 3. το αρσ. ως ουσ. ο πρωινός, υπάλληλος ή εργάτης που προσέρχεται στη δουλειά του το πρωί: «πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο είμαι πρωινός». 4α. το θηλ. ως ουσ. η πρωινή, υπάλληλος ή εργάτρια που προσέρχεται στη δουλειά το πρωί: «τα κανόνισε ώστε να είναι πάντοτε πρωινή». β. η πρωινή μαλακία: «δεν ξέρεις τι ωραία που είναι η πρωινή, έτσι ξεκούραστος που είσαι!». Από την εικόνα του άντρα που πολλές φορές ξυπνάει με έντονη στύση και εκτονώνεται αυνανιζόμενος. 5α. το ουδ. ως ουσ. το πρωινό, το πρωί: «λέμε να ξεκινήσουμε το πρωινό που ’χει ακόμη δροσιά». β. το φαγητό που τρώει κανείς το πρωί που θα ξυπνήσει: «τι θέλεις να σου ετοιμάσω για πρωινό;». γ. το ρούχο που φοριέται ή που ταιριάζει για το πρωί: «αγόρασα δυο πρωινά παντελονάκια για να τα φοράω στη γειτονιά». δ. καλλιτεχνική εκδήλωση που γίνεται το πρωί: «στα χρόνια μας ήταν διαδεδομένα τα μουσικά πρωινά || ο σύνδεσμος των φίλων του βιβλίου, διοργανώνει κάθε Κυριακή λογοτεχνικά πρωινά»· 
- να κόψεις την πρωινή, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο που λέει ή κάνει πολλές ανοησίες, πολλές βλακείες, με την έννοια να πάψει να αυνανίζεται, να μαλακίζεται το πρωί, γιατί αυτή είναι η αιτία της απαράδεκτης συμπεριφοράς του: «θ’ αρχίσεις να λες κι εσύ τη γνώμη σου μόνο αν κόψεις την πρωινή». Από το ότι επικρατεί η εντύπωση πως η μαλακία πειράζει στο μυαλό, στο νου, εξού και το το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα·
- οι πρωινοί να φεύγουν, α. λέγεται σε περίπτωση που λόγω μεγάλης κοσμοσυρροής, ιδίως σε μπαρ, κέντρα και παλιότερα σε κινηματογράφους (όταν δηλ. το έργο ή τα έργα παιζόταν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς να υπάρχουν ειδικές ώρες προβολών), υπάρχει έλλειψη χώρου και προτρέπει κυριολεκτικά ή χάριν αστεϊσμού αυτούς που βρίσκονται μέσα από νωρίς να φύγουν, για να ελευθερωθεί ο χώρος γι’ αυτούς που ήρθαν τελευταίοι ή γι’ αυτούς που θα ακολουθήσουν: «έλα, οι πρωινοί να φεύγουν, για να μπουν κι άλλοι μέσα». β. λέγεται ειρωνικά σε περίπτωση που κάποιοι κρατάνε πολύ καιρό μια θέση ή ένα αξίωμα και σημαίνει πως είναι καιρός πια να αφήσουν το πόστο τους για άλλους ή για τους νεότερους·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα: «διασκέδαζαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες»·
- παίρνω το πρωινό μου, τρώω το πρωινό μου φαγητό: «πού θέλεις να πάρεις το πρωινό σου;»·
- πρωινός καφές, βλ. λ. καφές·
- πρωινός πρωινός, λέγεται για κάποιον που εμφανίζεται κάπου πολύ νωρίς το πρωί. Πολλές φορές, κρύβει μια ειρωνική διάθεση ή και δυσφορία: «ήρθε πρωινός πρωινός και μου ζητούσε να τον πάρω στη δουλειά μου || μου ’ρθε πρωινός πρωινός και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
-ρίχνω έναν πρωινό (ενν. πούτσο), επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη το πρωί, ιδίως την ώρα που ξυπνάω: «έριξα έναν πρωινό στη κυρά μου και νιώθω τα πόδια μου κομμένα»·
-ρίχνω μια πρωινή (ενν. μαλακία), αυνανίζομαι, μαλακίζομαι το πρωί, ιδίως την ώρα που ξυπνάω το πρωί: «αν δεν ρίξω μια πρωινή, δε μου πάει καλά η μέρα»·
- τον τρώω για πρωινό, τον διαλύω, τον κατανικώ: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον τρώω για πρωινό».