προσωπικός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. προσωπικός], προσωπικός. 1. που αναφέρεται στο πρόσωπο του ανθρώπου και, κατά επέκταση, που αναφέρεται στον ίδιο τον άνθρωπο, ο ατομικός: «μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά είναι προσωπική σου ευθύνη». 2. το θηλ. ως ουσ. η προσωπική, (για μπάσκετ) η ελεύθερη βολή παίχτη στο αντίπαλο καλάθι ύστερα από ποινή του διαιτητή στην ομάδα: «ο Γκάλης έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ευστοχίας στις προσωπικές (ενν. βολές)». 3. το ουδ. ως ουσ. το προσωπικό, το σύνολο των ατόμων που εργάζονται σε υπηρεσία, κατάστημα ή σε άλλη επιχείρηση: «αυτό το εργοστάσιο που βλέπεις, έχει εκατό άτομα προσωπικό». 4α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα προσωπικά, ό,τι αφορά την ιδιωτική ζωή, ιδίως τα ερωτικά ή οικογενειακά ζητήματα: «δεν μπερδεύομαι στα προσωπικά των άλλων». β. δυσαρέσκειες, πίκρες που αποτελούν αφορμή για διενέξεις ή φιλονικίες: «έχουν τόσα προσωπικά, που αποκλείεται να συμφιλιωθούν». Επίρρ. προσωπικά και προσωπικώς·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- (αυτό) είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- προσωπική δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- προσωπικό δράμα, βλ. λ. δράμα·
- προσωπικό σου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- το παίρνω προσωπικά, θεωρώ πως, κάτι κακό που ειπώθηκε ή έγινε, έχει άμεση σχέση με το πρόσωπό μου: «κάποιος ανέφερε πως οι διευθυντές παίρνουν τζάμπα το μισθό τους, και το πήρε προσωπικά, γιατί κι αυτός είναι διευθυντής σε μια επιχείρηση».