προσκλητήριο, το, ουσ. [<πρόσκληση + κατάλ. -τήριο], το προσκλητήριο· (ειδικά) ειδικό έντυπο που αναγγέλλει το γάμο ενός ζευγαριού ή τη βάπτιση κάποιου μωρού και καλεί γνωστούς και φίλους τους να παραβρεθούν στην τελετή. (Λαϊκό τραγούδι: το προσκλητήριο μου έπεσε απ’ τα χέρια, όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν
- βαράω προσκλητήριο, σημαίνω, προσκαλώ σε συνάθροιση γνωστούς ή φίλους: «μόλις του ’τυχε το λαχείο, βάρεσε προσκλητήριο σ’ όλους του φίλους του για να πάνε να το κάψουν στα μπουζούκια». Από τη γλώσσα του στρατού·
- κάνω προσκλητήριο, καλώ σε συνάθροιση γνωστούς ή φίλους: «κάθε φορά που γυρίζει από ταξίδι, κάνει προσκλητήριο τους φίλους του για να τους πει τις εντυπώσεις του». (Λαϊκό τραγούδι: τον τελευταίο τον καιρό με πιάνει απελπισία που κάνω προσκλητήριο και παίρνεις απουσία). Από τη γλώσσα του στρατού·
- προσκλητήριο νεκρών, εκφώνηση κατά τη διάρκεια τελετής των ονομάτων ηρωικώς πεσόντων ανδρών: «ο αξιωματικός στάθηκε μπροστά στο μνημείο κι έκανε προσκλητήριο νεκρών»·
- χτυπώ προσκλητήριο, βλ. συνηθέστ. βαράω προσκλητήριο.