προλαβαίνω, ρ. [<αρχ. προλαμβάνω], προλαβαίνω. 1. προφταίνω κάποιον που προπορεύεται με αυτοκίνητο ή με τα πόδια: «από την Κατερίνη και μετά άρχισα να πατώ συνέχεια γκάζι και τον πρόλαβα έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη || άνοιξα το βήμα μου και τον πρόλαβα λίγο πριν μπει στο σπίτι του». 2. έχω τον καιρό να κάνω κάτι: «θα καθίσω να σε βοηθήσω λίγο, γιατί προλαβαίνω να πάρω τ’ αεροπλάνο». 3. παρεμβαίνοντας ματαιώνω κάτι δυσάρεστο ή κακό: «ευτυχώς που πρόλαβα να τον ειδοποιήσω και δεν υπέγραψε το συμβόλαιο, γιατί αλλιώς θα ’χε μια ζωή τραβήγματα». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- δεν προλαβαίνω να…, λέγεται για κάτι που γίνεται συνέχεια και σε μεγάλο βαθμό: «απ’ το πρωί που ανοίγω το μαγαζί μου δεν προλαβαίνω να πουλάω || υπάρχουν τόσοι πολλοί παράνομοι οδηγοί, που ο τροχονόμος δεν προλαβαίνει να κόβει κλήσεις»·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν προλαβαίνω να φάω, α. είμαι πολύ βιαστικός: «εγώ δεν προλαβαίνω να φάω κι εσύ μου λες να πάμε να πιούμε καφέ για να κουβεντιάσουμε». β. είμαι πολύ απασχολημένος, ιδίως έχω πάρα πολλή δουλειά: «πλάκωσε τόσος κόσμος σήμερα στο μαγαζί, που δεν πρόλαβα να φάω»·
- δεν πρόλαβε να βγάλει αχ ή δεν πρόλαβε να κάνει αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ βλ. λ. αχ·
- δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ ή δεν πρόλαβε να κάνει γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ,  βλ. λ. γρυ·
- δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν τον (την) προλαβαίνω να… ή δεν τον (την) προλαβαίνω σε…, λέγεται για κάτι που του (της) το προσφέρω συνεχώς και σε ποσότητα: «δεν τον προλαβαίνω να τον ταΐζω || δεν την προλαβαίνω να την ντύνω || δεν τον προλαβαίνω σε φαΐ || δεν την προλαβαίνω σε ρούχα»·
- μόλις που (τον) πρόλαβα, βλ. λ. μόλις·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε, βλ. λ. κύριος·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το πρόλαβα στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- το πρόλαβα στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- τον πρόλαβα στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- τον πρόλαβα στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- τρέχω να προλάβω, βλ. λ. τρέχω.