προκείμενο, το, ουσ. [<ουδ. του επιθ. προκείμενος], το θέμα, το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος: «μιλάμε τόση ώρα και επί του προκειμένου δεν έγινε καμιά κουβέντα»·
- έλα στο προκείμενο, προτροπή στον ομιλούντα να πάψει να μιλάει αόριστα και να μπει στο θέμα, στο ζήτημα για το οποίο ήρθε ή το οποίο μας ενδιαφέρει, μας απασχολεί: «απ’ ό,τι καταλαβαίνω, θέλεις να μου πεις κάτι σοβαρό, γι’ αυτό άσε τα πολλά λόγια κι έλα στο προκείμενο»·
- έρχομαι στο προκείμενο, μιλώ για το θέμα, το ζήτημα που ενδιαφέρει, που απασχολεί κάποιον ή κάποιους: «αφού για ένα διάστημα αναφέρθηκε στην προϊστορία της υπόθεσης, ήρθε στο προκείμενο»· 
- μπαίνε στο προκείμενο ή μπες στο προκείμενο, βλ. φρ. έλα στο προκείμενο·
- προκειμένου για…, όσον αφορά το ζήτημα για…: «προκειμένου για τα παιδιά των φαναριών, θα πρέπει να ληφθεί ειδική κρατική μέριμνα»·
- προκειμένου να…, αντί να: «προκειμένου να τρέχει στα δικαστήρια, προτίμησε να συμβιβαστεί».