προβατάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πρόβατο], μικρό πρόβατο. 1. (ειρωνικά ή χαϊδευτικά) άνθρωπος εντελώς απονήρευτος, αφελής, άβουλος, εντελώς άκακος, πράος: «μην έχεις πολλές απαιτήσεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι προβατάκι». Πολλές φορές, ακούγεται πιο ολοκληρωμένα στη φρ. προβατάκι του Θεού. 2α.στον πλ. τα προβατάκια, οι αφροί των κυμάτων: «η θάλασσα πέρα ως πέρα ήταν γεμάτη προβατάκια». β. τα μικρά άσπρα συννεφάκια: «ο ουρανός ήταν γεμάτος προβατάκια».