πριτ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], αποδίδει τον ήχο του κλασίματος και, κατ’ επέκταση, αυτό το ίδιο το κλάσιμο: «από ποιον ακούστηκε αυτό το πριτ;»·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, λέγεται για πράγματα ή καταστάσεις, που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά. Συνών. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- κάνω πριτ, κλάνω: «ποιος απ’ όλους σας έκανε πριτ;». Συνών. κάνω πιπ·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, λέγεται με παράπονο για την άνεση που έχουν οι άλλοι να κάνουν ή να λένε χαζομάρες, σαχλαμάρες ενώ εμείς οι ίδιοι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, άψογοι: «απ’ τη στιγμή που είναι γνωστός του πατέρα μου στην παρέα, όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ».