πρέφα, η, ουσ. [<γαλλ. préférence], είδος χαρτοπαιγνίου και η τράπουλα των τριανταδύο φύλλων με την οποία παίζεται το παιχνίδι αυτό: «θα παίξουμε καμιά πρέφα; || που ’σαι, μικρέ, φέρε μας μια πρέφα». (Τραγούδι: κι εμείς οι τρεις στον καφενέ τσιγάρο, πρέφα και καφέ και δε βαριέσαι, δε βαριέσαι αδερφέ
- (δεν) παίρνω πρέφα, α. (δεν) αντιλαμβάνομαι, (δεν) καταλαβαίνω, (δεν) παίρνω είδηση: «δεν πήρα, ρε παιδάκι μου, πρέφα που με φώναζες, τι να κάνουμε!». (Λαϊκό τραγούδι: στο τάβλι πάντα θα κερνάς εσύ τα καφεδάκια, γι’ αυτό και σε ζυγώνουνε όλα τα κουτσαβάκια. Παναγιώτη, άσ’ το τάβλι μη σε πάρουν πρέφα κι άλλοι). β. (δε) διαισθάνομαι κάτι κακό που πάει να αποβεί σε βάρος μου: «ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα πως θέλανε να με βάλουν στο χέρι, και την κοπάνησα σαν κύριος»·
- με πήραν πρέφα, με αντιλήφθηκαν: «θέλησα να μπω μέσα χωρίς εισιτήριο, αλλά με πήραν πρέφα και μ’ έδιωξαν». Συνών. με πήραν είδηση·
- με πήρε πρέφα, αντιλήφθηκε τι ήθελα να πω ή να κάνω: «ήθελα να μπω κρυφά στο σπίτι, γιατί είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, αλλά ο πατέρας μου με πήρε πρέφα και με καταχέρισε». Συνών. με πήρε είδηση·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.