πρεμούρα, η, ουσ. [<ιταλ. premura]. 1. μεγάλη βιασύνη, φούρια: «γιατί τόση πρεμούρα, να φτάσουμε γρήγορα;». 2. σφοδρός πόθος, σφοδρή επιθυμία: «γιατί τόση πρεμούρα μ’ αυτή την γκόμενα;». 3. η αδημονία, η ανυπομονησία: «αμάν, ρε παιδάκι μου, τι πρεμούρα είναι αυτή να δεις τον τάδε;»·
- έχω πρεμούρα, α. (για πρόσωπα) κατέχομαι από σφοδρό πόθο, από σφοδρή επιθυμία για κάποια γυναίκα: «έχει τέτοια πρεμούρα γι’ αυτή τη γυναίκα, που είναι έτοιμος να διαλύσει το σπίτι του». β. (για πράγματα) κατέχομαι από μεγάλη επιθυμία να το αποκτήσω: «έχω τέτοια πρεμούρα μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που θα σκάσω αν δεν τ’ αγοράσω»· βλ. κ. φρ. με πιάνει πρεμούρα·
- με πιάνει (η) πρεμούρα, α. ενεργώ με μεγάλη βιασύνη: «όλη τη μέρα τεμπέλιαζες και τώρα σ’ έπιασε πρεμούρα να τελειώσεις τη δουλειά». Συνών. με πιάνει (η) φούρια ή με πιάνουν (οι) φούριες / με πιάνει (η) χεζούρα (β) / με πιάνει κόψιμο (γ). β. αδημονώ, ανυπομονώ: «αφού είπαμε πως θα ’ρθει στις οχτώ, γιατί σ’ έπιασε τέτοια πρεμούρα απ’ τις εφτά;».