πράσινος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. πράσινος (= στο χρώμα του πράσου)], πράσινος. 1. (για καρπούς) που είναι άγουρος: «τα μήλα είναι ακόμα πράσινα». 2α. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι πράσινοι, τα άτομα που ανήκουν στο κίνημα των οικολόγων: «οι πράσινοι δεν μπόρεσαν να μπουν στη βουλή κατά τις τελευταίες εκλογές». β. τα άτομα που ανήκουν στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πασοκτζήδες: «οι πράσινοι είναι όλο χαρά, που ξανακέρδισαν τις εκλογές». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες, οι οπαδοί και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού: «οι πράσινοι αγωνίζονταν με πάθος μέσα στο γήπεδο || οι πράσινοι στις εξέδρες χειροκροτούσαν κάθε καλή προσπάθεια των ποδοσφαιριστών τους». 3. το θηλ. ως ουσ. η πράσινη (βλ. λ.). 4α. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο, η βλάστηση, κατάφυτη περιοχή, κατάφυτη έκταση: «η ματιά σου πέρα ως πέρα μπορούσε να ξεκουραστεί πάνω στο πράσινο». β. γενικά κάθε είδος βλάστησης: «μην πατάτε το πράσινο». 5. το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη που επιτρέπει τη διέλευση από κάπου σε πεζούς ή σε οχήματα: «μόλις άναψε το πράσινο, οι πεζοί ξεχύθηκαν στη διάβαση για να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο»· βλ. και λ. Γρηγόρης. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- δίνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
- έγινε πράσινος απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
- μ’ άναψε το πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- μου ’δωσε το πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλλο, α. λέγεται για περιοχή που δεν έχει καθόλου βλάστηση: «μετά τον εμπρησμό του δάσους δεν έμεινε ούτ’ ένα πράσινο φύλλο στο βουνό». β. απολύτως τίποτα: «όλοι πήραν αυτό που έπρεπε να πάρουν κι εγώ ούτ’ ένα πράσινο φύλλο || σ’ όλους έφερε κάποιο δωράκι και σε μένα ούτ’ ένα πράσινο φύλλο»·
- παίρνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- περνώ με πράσινο, ακολουθώ το οδικό σήμα της τροχαίας που μου υποδεικνύει να κινηθώ ελεύθερα: «όσο και να βιάζομαι, πάντα περνώ με πράσινο, γιατί αλλιώς είναι εγκληματική ενέργεια»·
- πράσιν’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα πράσινα καφενεία, βλ. λ. καφενείο·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. λ. παιδί·
- το πράσινο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- τον πούλησε για πράσινο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι.