πουτανιά, η, ουσ. [<πουτάνα + κατάλ. -ιά]. 1. η συμπεριφορά της πουτάνας: «με την πουτανιά της κατέστρεψε ένα σωρό σπίτια». 2. (και για τα δυο φύλα)  συμπεριφορά άτιμη, μπαμπέσικη, ύπουλη: «δε θα σου συγχωρέσει ποτέ την πουτανιά που του ’κανες». 3. (ιδίως για άντρα) συμπεριφορά έξυπνη, εντυπωσιακή: «είναι μάνα στην πουτανιά, γι’ αυτό, όπου κι αν πάμε, ξεχωρίζει»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχει μια δόση πουτανιάς, βλ. λ. δόση·
- η ανάγκη τέχνη εργάζεται κι η πουτανιά φτιασίδι, ο καθένας συμπεριφέρεται, μηχανεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του ή κατά πώς έχει μάθει: «μην περιμένεις την ίδια τακτική απ’ όλους, γιατί η ανάγκη τέχνη εργάζεται κι η πουτανιά φτιασίδι»· βλ. και φρ. πενία τέχνας κατεργάζεται, λ. τέχνη·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε ή στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε, βλ. λ. πουτάνα.