πουστριλίκι κ. πουστιρλίκι, το, ουσ. [<πούστης + κατάλ. -τριλίκι και -τιρλίκι]. 1. η ιδιότητα, η συμπεριφορά του πούστη. 2. συνήθως στον πλ. τα πουστριλίκια κ. τα πουστιρλίκια, το υβρεολόγιο, οι αυστηρές παρατηρήσεις: «σταμάτα, επιτέλους, αυτά τα πουστριλίκια και μίλα στον άνθρωπο με πιο ήπιο τόνο!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούω πουστριλίκια ή ακούω τα πουστριλίκια μου, δέχομαι βρισιές, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις από κάποιον: «έστειλα λάθος παραγγελία κι άκουσα τα πουστριλίκια μου απ’ τ’ αφεντικό μου»·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, δέχομαι έντονες βρισιές, καθυβρίζομαι, δέχομαι αυστηρότατες παρατηρήσεις από κάποιον: «όταν έμαθε πως την κοπάνησα απ’ τη δουλειά, άκουσα τα πουστριλίκια της ζωής μου απ’ τον πατέρα μου»·
- αρχίζω τα πουστριλίκια, εκστομίζω διάφορες βρισιές, παρατηρώ αυστηρά κάποιον: «όταν είναι στα νεύρα του, αρχίζει τα πουστριλίκια κι όποιον πάρει η μπάλα»·
- πλακώνω τα πουστριλίκια, βρίζω έντονα: «όταν νευριάσει, πλακώνει τα πουστριλίκια κι ακούγεται σ’ όλο το τετράγωνο»·
- τον άρχισα στα πουστριλίκια, βλ. φρ. τον πλάκωσα στα πουστριλίκια·
- τον πλάκωσα στα πουστριλίκια, τον έβρισα, τον επέπληξα έντονα: «μόλις τον είδα, τον πλάκωσα στα πουστριλίκια, γιατί με είχε στήσει στο ραντεβού μας»·
- τον τάραξα στα πουστριλίκια, τον καθύβρισα: «επειδή τον είδα να χτυπάει γέρο άνθρωπο, τον τάραξα στα πουστριλίκια»· 
- του ρίχνω πουστριλίκια ή του ρίχνω τα πουστριλίκια του, τον βρίζω, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε τα πουστριλίκια του, γιατί έφυγε απ’ τη δουλειά χωρίς να ρωτήσει κανέναν»·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, τον βρίζω έντονα, τον καθυβρίζω, τον επιπλήττω αυστηρότατα: «όταν έμαθε ποιος τον κάρφωσε στη γυναίκα του για την γκόμενα που έχει, πήγε και του ’ριξε τα πουστριλίκια της ζωής του»·
- τρώω πουστριλίκια ή τρώω τα πουστριλίκια μου, βλ. φρ. ακούω  πουστριλίκια·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. φρ. ακούω τα  πουστριλίκια της ζωής μου.