πούντα, η, ουσ. [<ιταλ. punta], βαρύ κρυολόγημα, που πλήττει κυρίως τα πνευμόνια·
- αρπάζω (μια) πούντα, κρυολογώ βαριά: «άρπαξε μια πούντα κι έμεινε δυο βδομάδες στο κρεβάτι || άρπαξε τόσο γερή πούντα, που οι δικοί του υποχρεώθηκαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο».