πουθενά, επίρρ. [<αρχ. πόθεν· κατ’ άλλους από το πούθε <πόθεν, κατά τα εδωνά, εκεινά]. 1. σε κανένα μέρος, καθόλου: «έψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά || μη σταματάς πουθενά». 2. (αόριστα) σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο, κάπου: «αν σε βρω πουθενά, θα σε σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις). 3. σε ερωτηματ. τύπο, κάπου, σε κάποιο μέρος: «είδες πουθενά τον αναπτήρα μου;»·
- δε βγάζει πουθενά, α. (για δρόμους) είναι αδιέξοδο: «αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά, γιατί λίγο πιο κάτω υπάρχει ο τοίχος μιας αυλής». β. (για ενέργειες) δε φτάνει σε κανένα θετικό αποτέλεσμα: «οι κόντρες και τα μαλώματα δε βγάζουν πουθενά»·
- δε με χωράει πουθενά, βρίσκομαι σε τόσο έντονη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορώ να μείνω για πολύ στο ίδιο μέρος: «όταν αργούν το βράδυ να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι, δε με χωράει πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο, δε σταματώ, δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω, και η καρέκλα ζητάει λεφτά
- δεν οδηγεί πουθενά, βλ. φρ. δε βγάζει πουθενά·
- δεν πάω πουθενά, αρνούμαι να φύγω από το μέρος που βρίσκομαι, αρνούμαι να πάω κάπου: «αν δεν έρθει κι ο τάδε μαζί μου, δεν πάω πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω
- δεν πιάνεται από πουθενά, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, έχει απεριόριστες γνώσεις και ικανότητες, είναι πάρα πολύ διαβασμένος, πάρα πολύ μορφωμένος: «δεν πιάνεται από πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πάνσοφος»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται με τίποτα, λ. τίποτα·
- δεν πιστεύει πουθενά, είναι άθεος και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο από το οποίο μπορεί κανείς να πάθει κάθε κακό: «όταν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει πουθενά, δεν έχει την παραμικρή αναστολή για οποιοδήποτε κακό»·
- μην το πεις πουθενά, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- πάω στο πουθενά, α. πεθαίνω: «κάποια μέρα όλοι θα πάμε στο πουθενά». Από την πεποίθηση πολλών ανθρώπων πως δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. β. έχω χάσει τον προσανατολισμό μου και δεν ξέρω προς τα πού πηγαίνω: «για πες μου σε παρακαλώ πού βρίσκομαι, γιατί έχω χάσει το δρόμο μου κι εδώ και ώρα πάω στο πουθενά»·
- στην άκρη του πουθενά, βλ. λ. άκρη.