πού, επίρρ. ερωτημ. [<αρχ. ποῦ]. 1. σε ποιο μέρος(;): «πού μένεις; || πού πας;». 2. πώς, με ποιο τρόπο(;): «πού να το ήξερα ότι δεν θα ερχόσουν;». (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αλλά πού! έκφραση με την οποία αναιρούμε αυτό που είπαμε αμέσως προηγουμένως για κάποιον ή για κάτι: «είπε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πού! || στην κοινωνία οι άνθρωποι πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται, αλλά πού!»·
- από πού κι ως πού; έκφραση με την οποία θεωρούμε ότι η πρόθεση ή η ενέργεια κάποιου δεν έχει καμιά λογική εξήγηση, καμιά λογική βάση, με ποιο σκεπτικό; με ποια λογική(;): «από πού κι ως πού θέλει ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του εργοστασίου ένας ξένος άνθρωπος; || από πού κι ως πού έχεις τέτοιες απαιτήσεις;»·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. λ. αυτός·
- για πού; βλ. φρ. για πού το ’βαλες(;). (Παιδικό τραγούδι: στο δρόμο που επήγαινε βλέπει μι’ αλεπού, γάιδαρε, τον ρώτησε, για πού, για πού, για πού)·
- για πού κουρντίστηκες; βλ. λ. κουρντίζομαι·
- για πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; α. πού πας; πού πηγαίνεις(;): «για πού το ’βαλες έτσι βιαστικά;». β. λέγεται και μα απαγορευτική διάθεση: «για πού το βάλαμε, δε βλέπεις ότι έχουμε δουλειά;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, βλ. λ. ήρθα·
- και πού ’σαι ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- κάλλιο να το, παρά πού ’ν’ το, βλ. λ. κάλλιο·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- πού ακούστηκε αυτό! βλ. λ. αυτός·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πού αλλού; βλ. λ. αλλού·
- πού αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού βόσκει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού βόσκεις; βλ. λ. βόσκω·
- πού γίνεται η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! βλ. λ. μάνα·
- πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες τα γκαβά σου; βλ. λ. γκαβά·
- πού είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; βλ. λ. στραβά·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού ζεις; βλ. λ. ζω·
- πού θα βγει; βλ. λ. βγαίνω·
- πού θα μας βγάλει ή πού θα με βγάλει, βλ. λ.βγάζω·
- πού θα μου πάει! βλ. λ. πάει·
- πού θα μου πάς! ή πού θα πας! βλ. λ. πάω·
- πού θα πάει! βλ. λ. πάει·
- πού θα πάει; βλ. λ. πάει·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού θα πάει η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- πού κάθεται; βλ. λ. κάθομαι·
- πού καιρός για…, βλ. λ. καιρός·
- πού λεφτά για…, βλ. λ. λεφτά·
- πού με βρήκες, πού σε βρήκα! βλ. λ. βρίσκω·
- πού με ξέρεις, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, βλ. λ.ξέρω·
- πού με τρέχεις; βλ. λ. τρέχω·
- πού μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού μυαλό για…, βλ. λ. μυαλό·
- πού να … (ακολουθεί ρήμα), δηλώνει βαριεστημάρα, δυσαρέσκεια ή δυσφορία να κάνει κανείς αυτό που δηλώνει το ρήμα: «πού να δουλεύω τώρα για είκοσι ευρώ μεροκάματο! || πού να τρέχω να τον βρω μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!»·
- πού να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού να βρεις άκρη! βλ. λ. άκρη·
- πού να κλείσω μάτι! βλ. λ. μάτι·
- πού να σου λέω! ή πού να στα λέω! έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε τον συνομιλητή μας πως θα του πούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον, πολύ εντυπωσιακό ή συναρπαστικό: «έγινε μεγάλη φασαρία χτες βράδυ στο καφενείο; -Πού να στα λέω! || περάσατε καλά στην εκδρομή σας; -Πού να σου λέω!»·
- πού ξανακούστηκε; βλ. λ. ξανακούγομαι·
- πού ξέρεις! α. δηλώνει άγνοια: «θα ’ρθει ο τάδε; -Πού ξέρεις!». β. δηλώνει και μια στάση αισιοδοξίας: «ε ρε και να μας τύχει και μας το λαχείο! -Πού ξέρεις!»·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ. λ. αγγούρι·
- πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. λ. αγκάθι·
- πού πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. λ. κάρβουνο·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού ’σαι! προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πού ’σαι, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ψιτ·
- πού σε βρήκα! βλ. λ. βρίσκω·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, βλ. λ. είδα·
- πού σε πονεί και πού σε κόφτει! βλ. λ. πονώ·
- πού σε πονεί και πού σε σφάζει! βλ. λ. πονώ·
- πού στ’ ανάθεμα είναι! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα ήσουν! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα πήγε! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα πήγες! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στα κομμάτια είναι! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια ήσουν! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια πήγε! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια πήγες! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα τσακίδια είναι! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια ήσουν! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια πήγε! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια πήγες! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στην ευχή είναι! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή ήσουν! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή πήγε! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή πήγες! βλ. λ. ευχή·
- πού στην οργή είναι! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή ήσουν! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή πήγε! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή πήγες! βλ. λ. οργή·
- πού στο δαίμονα είναι! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα ήσουν! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα πήγε! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα πήγες! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο διάβολο είναι! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο ήσουν! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο πήγε! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο πήγες! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο καλό είναι! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό ήσουν! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό πήγε! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό πήγες! βλ. λ. καλός·
- πού στον κόρακα είναι! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα ήσουν! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα πήγε! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα πήγες! βλ. λ. κόρακας·
- πού τα πουλάς αυτά; βλ. φρ. σε ποιον τα πουλάς αυτά; λ. ποιος·
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τέτοια τύχη! βλ. λ. τύχη·
- πού τέτοια χαρά! βλ. λ. χαρά·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πού την πας τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; ή πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ.γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πού το πας; τι επιδιώκεις, ποιος είναι ο απώτερος σκοπός σου(;). (Λαϊκό τραγούδι: πού το πας, πού το πας, γιατί δε μ’ αγαπάς, πέσ’ μου τι θέλεις τι ζητάς). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα και άλλες φορές ακολουθεί το τώρα·
- πού το ’χες το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, βλ. λ. βρίσκω·
- πού τον ψώνισες; βλ. φρ. ψωνίζω·
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τρέχεις; βλ. λ. τρέχω·
- πού χαζεύεις; βλ. λ. χαζεύω·
- πού χρόνος για…, βλ. λ. χρόνος·
- πώς και πού, βλ. λ. πώς.