ποντικοπαγίδα, η, ουσ. [<ποντικο + παγίδα], η ποντικοπαγίδα·
- πέφτω στην ποντικοπαγίδα, α. παγιδεύομαι: «όπως έτρεχε για να ξεφύγει, μπήκε σ’ ένα αδιέξοδο κι έπεσε στην ποντικοπαγίδα». β. δεν αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα κάποιου και παρασυρόμενος ενεργώ σε βάρος μου, πέφτω στην παγίδα: «έπεσα στην ποντικοπαγίδα ενός απατεώνα κι έχασα ένα σωρό λεφτά». Από την εικόνα του ποντικού που συλλαμβάνεται στην ποντικοπαγίδα.