ποιος, -α -ο, γεν. ποιου, ποιας, κ. ποιανού, ποιανής, πλ. ποιων κ. ποιανών, ερωτημ. αντων. [<μσν. ποιός <αρχ. ποῖος (= τι είδους, τι λογής)], ποιος. (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- από ποιανού μεριά είσαι; βλ. λ. μεριά·
- από ποιανού μπάντα είσαι; βλ. λ. μπάντα·
- από ποιανού πάρτη είσαι; βλ. λ. πάρτη·
- από ποιανού το μέρος είσαι; βλ. λ. μέρος·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- για να δούμε ποιος είναι ποιος, επιθετική πρόσκληση σε κάποιον για ανταγωνιστική παράθεση των καλών ιδιοτήτων ή ικανοτήτων που έχουμε, από τη στιγμή που είμαστε σίγουροι πως υπερέχουμε απέναντί του, ή επιθετική πρόσκληση σε κάποιον να μας αποδείξει τις καλές ιδιότητες ή τις ικανότητες που διατείνεται πως έχει: «ακούω ένα σωρό γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Φέρ’ τον λοιπόν να τον γνωρίσουμε, για να δούμε ποιος είναι ποιος». Ίσως αναφορά στο who is who, που είναι ένας τόμος όπου αναγράφονται οι βιογραφίες διάσημων ατόμων·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. συνηθέστ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιο λόγο; βλ. λ. λόγος·
- για ποιον με πέρασες; επιθετική έκφραση σε άτομο που μας προτείνει κάτι παράνομο, ιδίως αν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, που μας προτείνει να μας δωροδοκήσει για να διεκπεραιώσουμε πιο γρήγορα ή με πλάγια μέσα μια υπόθεσή του, που για κάποιο λόγο καθυστερεί ή εκκρεμεί· βλ. και φρ. για ποιον με πήρες(;)·
- για ποιον με περνάς; βλ. φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον με πήρες; ποιος νόμισες ότι ήμουν; για ποιον άλλον με εξέλαβες(;): «απ’ τη στιγμή που δε γνωριζόμαστε, για ποιον με πήρες και με μούντζωνες;»· βλ. και φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον χτυπάει η καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; βλ. λ. γυναίκα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- έλα να δούμε ποιος είναι ποιος, έκφραση που δηλώνει ανταγωνιστική πρόσκληση σε κάποιον, για να αποδείξει ο καθένας την πραγματική αξία ή ικανότητά του σε κάτι ή γενικά: «αν νομίζεις πως είσαι καλύτερος από μένα, έλα να δούμε ποιος είναι ποιος». Είναι και φορές, που μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το να τα βάλουμε κάτω· 
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- και ποιο το αποτέλεσμα; βλ. λ. αποτέλεσμα·
- και ποιος θα…, η Μαρία! βλ. λ. Μαρία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, κανείς δε γνωρίζει την ταυτότητα του άλλου, είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους: «δεν πηγαίνω ποτέ σε οργανωμένος εκδρομές, γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος || δεν μπορούσε να είχε επιτυχία η συνεστίαση, γιατί κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ποιος»·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! (ειρωνικά) προσποιείται τον σπουδαίο, τον μεγάλο και τρανό: «κέρδισε κάτι λεφτουδάκια, και μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι!»·
- με ποιο κουράγιο; βλ. λ. κουράγιο·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- ποια είναι η κατάστασή του; βλ. λ. κατάσταση·
- ποια η διαφορά; βλ. λ. διαφορά·
- ποια η τύχη; βλ. λ. τύχη·
- ποια; τύχη βλ. λ. τύχη·
- ποια χαρτιά το γράφουν; βλ. λ. χαρτί·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. λ. χαρτί·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ή ποιο αυτί μου σφυρίζει; βλ. λ. αφτί·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! βλ. λ. πρόβλημα·
- ποιο καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- ποιο το καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιον; εμένα! ή ποιον; σε μένα! ή σε ποιον; σε μένα! έκφραση έντονης δυσαρέσκειας για την ενέργεια κάποιου σε βάρος μας, από τη στιγμή που, για κάποιο λόγο, θεωρούμε πως είμαστε ξεχωριστοί ή από τη στιγμή που καταλογίζουμε στον εαυτό μας πολλές θετικές ενέργειες υπέρ αυτού του κάποιου: «άρχισε να βρίζει στα καλά καθούμενα· ποιον; εμένα που με υπολήπτεται όλος ο κόσμος! || ξαφνικά άρχισε να ρίχνει κατηγόριες· ποιον; σε μένα που πάντα τον υπερασπιζόμουν! || γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του σε ποιον; σε μένα που πάντα του συμπαραστεκόμουν». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες κι εσύ με αριθμό διακόσια ένα, διπλό παιχνίδι να παίξεις, ποιον; σε μένα!)·    
- ποιον να ρωτήσω, το γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; βλ. λ. παπάς·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος ακούει το στόμα της! βλ. λ. στόμα·
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος είδε το Θεό και δε τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος είσαι ρε! νεοελληνική έκφραση που γενικά αμφισβητεί την ιεραρχία: «ποιος είσαι ρε, που θα πεις σε μένα ότι δεν μπορώ να μπω μέσα!». Στη νεότερη Ελλάδα, όλοι θεωρούν πως είναι ανώτεροι από όλους·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; βλ. λ. τιμή·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. μυαλό·
- ποιος έχασε το φιλότιμό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. φιλότιμο·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, βλ. λ. ζω·
- ποιος ήρθε; βλ. λ. ήρθα·
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- ποιος Θανάσης! βλ. λ. Θανάσης·
- ποιος και ποιος! όλοι, οι πάντες: «όταν μαθεύτηκε πως η είσοδος στο γήπεδο ήταν ελεύθερη, ποιος και ποιος δε θέλησε να μπει μέσα!»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- ποιος κερδίζει; βλ. λ. κερδίζω·
- ποιος λέει ναι, βλ. λ. ναι·
- ποιος λέει όχι, βλ. λ. όχι·
- ποιος λίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; βλ. λ. αφτί·
- ποιος να μου το ’λεγε! βλ. φρ. ποιος το περίμενε(!)·
- ποιος να το ’λεγε! βλ. λ. λέω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- ποιος ξέρει! δηλώνει άγνοια: «θα ’ρθει ο τάδε; -Ποιος ξέρει!»· βλ. και φρ. ποιος το ξέρει(!)·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! λέγεται στην περίπτωση που υποθέτουμε πως κάποιος σκέφτεται κάτι καλό ή κακό για μας, που όμως δεν ευσταθεί: «μ’ είδε μια φορά να κάνω παρέα με πλούσιους και ποιος ξέρει τι νομίζει! || μ’ είδε μια φορά μεθυσμένο και ποιος ξέρει τι νομίζει!». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι με βλέπουν που γλεντώ, ποιος ξέρει τι νομίζουν, μα μένα τα ματάκια μου καθημερνώς δακρύζουν                                                          
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. φρ. ποιος ξέρει τι νομίζει(!)·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος το ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς τη μελλοντική εξέλιξη κάποιου πράγματος ή κάποιας κατάστασης: «λες να μπορέσει να κάνει το γύρο του κόσμου, που ονειρεύεται, μ’ αυτό τ’ αυτοκινητάκι; -Ποιος το ξέρει! || λες να ’ναι παντρεμένοι του χρόνου; -Ποιος το ξέρει!». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει, κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει!)· βλ. και φρ. ποιος ξέρει(!)· 
- ποιος τον ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς την ενέργεια κάποιου: «λες να του ζητήσει συγνώμη; -Ποιος τον ξέρει!»·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος τη χάρη σου! βλ. λ. χάρη·
- ποιος το λέει; βλ. λ. λέω·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- ποιος το ’πε, βλ. λ. είπα·
- ποιος το περίμενε! δηλώνει έκπληξη για κάτι που δεν το περίμενε κανείς να γίνει: «ποιος το περίμενε πως, μετά από τέτοια χρεοκοπία, θα μπορούσε πάλι να ορθοποδήσει! || ποιος το περίμενε ποτέ πως, έπειτα από τέτοια αγάπη που είχαν, θα χώριζαν!»·
- ποιος το ’χασε για να το βρεις εσύ; (ενν. το μυαλό, το φιλότιμο), ειρωνική παρατήρηση σε άμυαλο ή αφιλότιμο άτομο·
- ποιος τον χέζει! βλ. λ. χέζω·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος φταίει για το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- ποιος φταίει, ο γείτονας; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον να το ρίξω, στο γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον τα πουλάς αυτά; επιθετική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει, ή γενικά έκφραση έντονης αμφισβήτησης σε αυτά που μας λέει κάποιος, με την έννοια, ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις, ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις;·
- τώρα ποιος τον πιάνει ή ποιος τον πιάνει τώρα!βλ. λ. πιάνω.