αποθαίνω, ρ. [από τον αόρ. ἀπέθανον του αρχ. ρ. ἀποθνήσκω], βλ. λ. πεθαίνω. (Λαϊκό τραγούδι: σαν αποθάνω φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν την κηδεία
- η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απέθανε, βλ. λ. εγχείρηση.