ποδαρόδρομος, ο, ουσ. [<ποδάρι + δρόμος], το περπάτημα μιας αρκετά μεγάλης απόστασης με τα πόδια: «ήρθα μέχρι το σπίτι σου ποδαρόδρομο, γιατί δεν μπορούσα να βρω ταξί || μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος μέσα στην αγορά, μέχρι να βρω αυτό που ζητούσα». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να ’τανε ψηλή μανδάμ, ποτέ δεν πήγαινε με τραμ. Όπως τον Γιάννη Πρόδρομο, πάγαινε ποδαρόδρομο
- μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος, κουράστηκα πάρα πολύ, εξαντλήθηκα περπατώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα: «μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος μέσα στην αγορά, μέχρι να βρω αυτό που ζητούσα».