πληγή, η, ουσ. [<αρχ. πληγή], η πληγή. 1. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος: «τον παράτησε και του άφησε μεγάλη πληγή». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοια πληγή που έχω ’γω είναι μεγάλο ντέρτι. Γιατρός είναι ο θάνατος τον καρτερώ να έρθει). 2. μεγάλο κακό, μεγάλη ατυχία, δυστυχία, συμφορά: «τι πληγή πάλι κι αυτή που μας βρήκε!». (Λαϊκό τραγούδι: ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή,να μου ανοίξει άλλη). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- ανοίγω παλιές πληγές, βλ. συνηθέστ. ξύνω παλιές πληγές·
- ανοίγω πληγή, δημιουργώ κάποιο σοβαρό πρόβλημα, κάποια συμφορά: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και, στα καλά καθούμενα, άνοιξα πληγή». (Λαϊκό τραγούδι: βουρκώστε σύννεφα, χτυπάτε πένθιμα καμπάνες, πάλι θ’ ανοίξουνε πληγές, πάλι θα κλάψουν μάνες
- ανοιχτή πληγή, κατάσταση που διαιωνίζει κάποιο σοβαρό πρόβλημα, κάποια δυστυχία, κάποια συμφορά: «έχει ακόμα ανοιχτές πληγές απ’ την τελευταία χρεοκοπία του κι αγωνίζεται ο άνθρωπος να τις επουλώσει || χώρισε πρόσφατα κι έχει ανοιχτή πληγή ο φουκαράς»·
- βάζω το δάχτυλό μου στην πληγή, βλ. λ. δάχτυλο·
- γλείφω τις πληγές μου, α. προσπαθώ να επουλώσω τα ψυχικά μου τραύματα, προσπαθώ να ανακάμψω ψυχολογικά, προσπαθώ να απαλύνω, να ανακουφίσω τον ψυχικό μου πόνο: «ακόμα γλείφω τις πληγές μου απ’ το θάνατο του πατέρα μου». β. προσπαθώ να περιορίσω όσο γίνεται τις συνέπειες από μια καταστροφή που μου έτυχε: «πριν από πέντε χρόνια χρεοκόπησα κι ακόμα γλείφω τις πληγές μου»·
- έκλεισε η πληγή μου, α. θεραπεύτηκε: «ακολούθησα πιστά την αγωγή που μου ’δωσε ο γιατρός μου, και σε λίγο καιρό έκλεισε η πληγή μου». β. το πρόβλημα ή συμφορά που είχε προκύψει ξεπεράστηκε, διευθετήθηκε: «τώρα που έκλεισε η πληγή μου απ’ τη χρεοκοπία, είμαι έτοιμος για καινούριο ξεκίνημα || μια κι έκλεισε η πληγή μου απ’ τον πρόσφατο χωρισμό μου, θα προσπαθήσω να κάνω μια νέα αρχή». (Λαϊκό τραγούδι: η πληγή μου δεν κλείνει όσο ακούω για κείνη, τα πικρά δάκρυά μου τρέχουν μέσ’ στην καρδιά μου
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. φρ. έχει πληγή στα στήθια·
- έχει πληγή στα στήθια, βασανίζεται από ερωτικό καημό, από ερωτικό πάθος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έχει πληγή στα στήθια για πάρτη της»·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, η γυναίκα δείχνει τα ελαττώματά της μετά από το γάμο όπως και το ζώο, όταν το ζέψεις για δουλειά: «μη χαίρεσαι για το χαρακτήρα της γκόμενάς σου, γιατί η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους»·
- κακιά πληγή, οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη στενοχώρια ή οτιδήποτε μας είναι πολύ ενοχλητικό: «έχει γίνει κακιά πληγή για την οικογένειά του με τα καθημερινά του μεθύσια || μου ’χει γίνει κακιά πληγή με το να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάει δανεικά». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ’σαι μια κακιά πληγή που φθείρει τη ζωή μου, εσύ ’σαι η λαχτάρα μου και η καταστροφή μου)· βλ. και φρ. κρυφή πληγή·
- κλείνω τις πληγές μου, ανακουφίζω, καταπραΰνω οτιδήποτε οδυνηρό ή τραυματικό πέρασα, ιδίως σχετικά με τα αισθηματικά μου, τα ερωτικά μου: «υπέφερα πολύ μετά το χωρισμό μου, αλλά αποφάσισα να κλείσω τις πληγές μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ τον πόνο τον τραγούδησα, δεν τον φοβήθηκα ποτέ μου, φύγε και εσύ κι αν σ’ αγάπησα, ξέρω να κλείνω τις πληγές μου)·    
- κρυφή πληγή, α. άνθρωπος επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που ξεγελάει με την εμφάνιση ή με τη συμπεριφορά του, γιατί εμπνέει εμπιστοσύνη: «μην τον βλέπεις έτσι ευγενικό και γλυκομίλητο, είναι κρυφή πληγή και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». β. λέγεται επιτιμητικά ή και θαυμαστικά για άτομο στο οποίο ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή προτερήματα που μας ήταν προηγουμένως άγνωστα: «απ’ τη στιγμή που προσπάθησε να με παρασύρει κι εμένα στα ναρκωτικά, τότε μόνο κατάλαβα τι κρυφή πληγή που ήταν! || σου είναι μια κρυφή πληγή αυτός, αφού, για να φανταστείς, χωρίς καμιά βοήθεια μπόρεσε και τέλειωσε μόνος του μια δουλειά που χρειάζονταν δέκα άτομα για να τελειώσουν!». γ. οτιδήποτε οδυνηρό ή τραυματικό περάσαμε και το κρατάμε κρυφό: «κάποια κρυφή πληγή θα πρέπει να έχει αυτός ο άνθρωπος, για να είναι πάντα στενοχωρημένος». (Τραγούδι: της γενιάς μου η πλήξη η κρυφή πληγή, θεέ μου, ας ανοίξει κι ας αιμορραγεί, ώσπου να πλυθεί
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, μου δημιούργησε πολύ σοβαρό πρόβλημα: «μου άνοιξε μεγάλη πληγή ο βλάκας, γιατί του ξέφυγε μπροστά στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα»·
- ξύνω παλιές πληγές, θυμίζω, επανέρχομαι σε παλιές έριδες, σε ξεχασμένες άσχημες καταστάσεις, ιδίως επανέρχομαι σε προηγούμενες αισθηματικές καταστάσεις, που δε μου έχουν αφήσει καλές αναμνήσεις: «κάθε φορά που τη βλέπει με κάποιον άλλον, κάθεται και ξύνει παλιές πληγές»·
- οι (δέκα) πληγές του Φαραώ, μεγάλα δεινά, μεγάλα κακά, μεγάλες συμφορές: «έπεσαν στο σπίτι του οι δέκα πληγές του Φαραώ και δεν ξέρει πώς να τα βολέψει ο άνθρωπος». Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη·
- ρίχνω αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. φρ. ξύνω παλιές πληγές. (Λαϊκό τραγούδι: γρατζούνισέ μου την πληγή και ρίξε μέσα αλάτι κι αν θα γιομίσει αίμα η γη να μη δακρύσει μάτι)·
- σκαλίζω παλιές πληγές, βλ. συνηθέστ. ξύνω παλιές πληγές.