πλένω, ρ. [<μσν. πλένω <αρχ. πλύνω], πλένω· ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάσω ως νόμιμα χρήματα που κερδίστηκαν με παράνομες ενέργειες, ιδίως από πώληση ναρκωτικών ή όπλων, από εμπόριο λευκής σαρκός ή και από τζόγο ως νόμιμα, ξεπλένω: «υπάρχουν πολλές τράπεζες σήμερα που πλένουν εκείνα τα λεφτά που κερδίσθηκαν με παράνομο τρόπο»·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, δηλώνει πως πρέπει να προσέχουμε τις συναναστροφές μας, γιατί συνήθως, αυτός που μας κάνει κακό, δεν ενδιαφέρεται να επανορθώσει: «εγώ έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. -Άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το». Λέγεται με συμβουλευτική διάθεση·  
- όταν μιλάς (για κάποιον ή για κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, βλ. λ. στόμα·
- πλένω το καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- πλύνε βάλε, (υποτιμητικά για είδη ένδυσης ή και για μαγειρικά σκεύη) που είναι πολύ ανθεκτικό στην καθημερινή χρήση και χρησιμοποιείται συνέχεια λόγω ελλείψεως άλλου: «έχει ένα κοστούμι πλύνε βάλε απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε || έχουν ένα σερβίτσιο σπίτι τους πλύνε βάλε»·
- το ’να χέρι πλένει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. συνηθέστ. το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, λ. χέρι·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, βλ. λ. αράπης·
- τσελβόλ, πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ.