πλασμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. πλάθω], πλασμένος·
- είναι πλασμένοι απ’ την ίδια πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πλασμένοι από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, α. (ιδίως για ερωτικό ζευγάρι) είναι πολύ ταιριασμένοι, ταιριάζουν απόλυτα: «απ’ την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, κατάλαβαν πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». β. (ειρωνικά) λέγεται για δυο απατεώνες που συνδέθηκαν με φιλία: «χαρτοκλέφτης ο ένας, παπατζής ο άλλος, είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». Συνών. είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον / είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον· 
- όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος, βλ. λ. κόσμος.