πλαγιάζω, ρ. [<μτγν. πλαγιάζω], πλαγιάζω. 1. ξαπλώνω για να ξεκουραστώ ή για να κοιμηθώ: «μην κάνετε φασαρία, γιατί πλάγιασε ο πατέρας σας». (Λαϊκό τραγούδι: Εγνατίας τετρακόσια έξι, πάμε να πλαγιάσουμε, πριν φέξει, όνειρο να δούμε μαγικό όμορφο τον κόσμο τον κακό).2. είμαι τόσο άρρωστος, που είμαι υποχρεωμένος να μένω στο κρεβάτι μου: «άρπαξε γενναίο κρύωμα κι είναι μια βδομάδα τώρα που πλαγιάζει». 3. ξαπλώνω με γυναίκα και, κατ’ επέκταση, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μ’ αυτή που βλέπεις έχω πλαγιάσει ίσαμε πέντε φορές». (Λαϊκό τραγούδι: τους όρκους τσαλαπάτησες στο πονηρό περπάτησες και μ’ άλλονε πλαγιάζεις
- όπως έστρωσες, θα πλαγιάσεις ή όπως στρώσεις, θα πλαγιάσεις, λέγεται σε κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών, των πράξεών του: «αφού τεμπέλιαζες στη ζωή σου, τώρα θα περνάς φτωχικά, γιατί, όπως έστρωσες, θα πλαγιάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: τα λιμάνια ήταν κοντά μου δεν γυρνούσα να τα δω, όπως έστρωσα πλαγιάζω και δεν έχω λύπη εγώ).Συνών. όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς ή όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς / ό,τι πράξεις θα εισπράξεις.