πισινή, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. πισινός]. 1. τα μέτρα που παίρνει κανείς στην περίπτωση που κάποια ενέργειά του δε θα έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα, η μη αποκάλυψη των πλεονεκτημάτων που διαθέτει κανείς και που μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως έσχατη εναλλακτική λύση: «για ποια πισινή μου μιλάς, αφού στη θέση που βρίσκεσαι δεν μπορείς να κάνεις το παραμικρό!». Από το ότι πισινή λένε τη δερμάτινη λουρίδα που έρχεται γύρω από τα καπούλια και κάτω από την ουρά του γαϊδάρου, του μουλαριού ή του αλόγου, για να στερεώσει ασφαλέστερα, μαζί με τη λουρίδα που περνάει κάτω από την κοιλιά, το σαμάρι που τοποθετείται στη ράχη αυτών των ζώων. 2. αυτή που κάθεται ή στέκεται στη θέση, που βρίσκεται πίσω από μένα: «δεν μπόρεσα να ακούσω καλά την ομιλία του, γιατί η πισινή μου είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με τη διπλανή της»·
- βαστώ πισινή, βλ. φρ. κρατώ πισινή·
- έχω πισινή, βλ. φρ. κρατώ πισινή·
- κρατώ πισινή, κρατώ κάποιο εφεδρικό μέσο για να ενεργήσω ή για να καλυφτώ, ιδίως σε κάποια δύσκολη στιγμή ή περίπτωση, διαθέτω κάτι που μπορώ να το χρησιμοποιήσω ως έσχατη εναλλακτική λύση, είμαι επιφυλακτικός, προσεκτικός, προνοητικός, δε διακινδυνεύω εντελώς τον εαυτό μου ή κάτι: «αυτός ο άνθρωπος δεν ενεργεί στη τύχη, γιατί κρατάει πάντοτε μια πισινή»·
- φυλάω πισινή, βλ. συνηθέστ. κρατώ πισινή.