πηδώ κ. πηδάω, ρ. [<αρχ. πηδῶ], πηδώ. 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον ψυχικά ή σωματικά: «με πήδηξε, μέχρι να μου επιστρέψει τα δανεικά που του ’χα δώσει || με πήρε μαζί του για να τον βοηθήσω στη μετακόμιση που έκανε, και με πήδηξε || ήρθε καινούριος διοικητής στο στρατόπεδο και, με το που πάτησε το πόδι του, μας πήδηξε». 2. επιβάλλω σε κάποιον τη σεξουαλική πράξη: «αυτό τ’ ομορφόπαιδο έχει πηδήξει τα πιο πολλά κορίτσια της γειτονιάς μας || κάποια μέρα την παρέσυρε στην γκαρσονιέρα του και την πήδηξε». Λέγεται και από γυναίκα: «αυτή που βλέπεις, έχει πηδήσει το μισό αντρικό πληθυσμό της περιοχής μας. 3. τιμωρώ κάποιον αυστηρά, παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πηδήξω». 4. νικώ, κατατροπώνω κάποιον, ιδίως σε κάποιο παιχνίδι: «παίξαμε τάβλι και τον πήδηξα». 5. υποσκελίζω κάποιον ή κάποιους σε μια ιεραρχία: «πήδηξε ένα σωρό άλλους αρχαιότερους κι ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου». 6. γλιτώνω από κάποιον κίνδυνο, από κάποια απειλή, από κάποια καταστροφή που είχε διαφανεί: «ευτυχώς πήδηξα κι αυτή τη δυσκολία». (Τραγούδι: τον χειμώνα ετούτον άμα τον πηδήσαμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε). 7. παραλείπω κάτι κατά την ανάγνωση ή την αντιγραφή κειμένου: «ήταν αφηρημένος και πήδηξε ολόκληρη παράγραφο». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- άι πηδήξου! εκστομίζεται ως βρισιά. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- θα έρθω (πάω) πηδώντας, θα έρθω (πάω) με μεγάλη μου χαρά: «αν είναι και η τάδε στο χορό, τότε θα ’ρθω πηδώντας»·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, βλ. λ. παιδί·
- θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τον φέρω (πάω) πηδώντας, θα τον φέρω (πάω) με τη βία, με το ζόρι: «αν δεν έρθει μέχρι αύριο να σου ζητήσει συγνώμη, θα τον φέρω πηδώντας»·
- μας πήδηξε χωρίς βαζελίνη ή με πήδηξε χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- όσο θέλεις πήδα, α. έκφραση που δηλώνει πως ό,τι και να κάνει, όσο και να αντιδρά κάποιο άτομο σε κάποια απόφαση ή επιλογή μας, εμείς στο τέλος θα καταφέρουμε να του την επιβάλουμε: «εγώ θα παντρευτώ την κόρη σου κι εσύ όσο θέλεις πήδα || εγώ, μπαμπά, αυτή τη μοτοσικλέτα θα την αγοράσω κι εσύ όσο θέλεις πήδα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν αντιδρά σε κάτι ή για κάτι, πολλές φορές, χτυπάει τα πόδια του κάτω από τον εκνευρισμό που νιώθει, πράγμα που εκλαμβάνεται για πήδημα· 
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, α. ένιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη για καλό ή για κακό: «μόλις του είπα πως θα παντρευτώ την κόρη του τάδε βιομηχάνου, πήδηξε μέχρι κει πάνω». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να σηκώνεται και να δείχνει κάπου ψηλά. β. πετάχτηκε από τη θέση του, γιατί τρόμαξε από κάποιο ξαφνικό κρότο: «πήγε κρυφά από πίσω του και μόλις του έκανε μπαμ, πήδηξε μέχρι κει πάνω ο δικός σου»·
- πήδηξε μέχρι το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- πηδώ απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. χαρά·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- σάλτα και πηδήξου, βλ. λ. σαλτάρω·
- την πήδηξα ή την πηδήξαμε, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο, από κάποια απειλή, από κάποια καταστροφή, που είχε διαγραφεί: «την τελευταία στιγμή την πήδηξα και δεν τράκαρα με το φορτηγό που ερχόταν απ’ την άλλη μεριά || ευτυχώς την πήδηξα αυτόν το χειμώνα και δεν κόλλησα ούτε γριπούλα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. τη σάλταρα ή τη σαλτάραμε·
- την πήδηξα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- την πήδηξα την κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- την πήδηξα φτηνά ή φτηνά την πήδηξα, βλ. λ. φτηνός·
- τον πήδηξα, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα ψυχικά ή σωματικά: «τον πήδηξα, μέχρι να υπογράψω τα συμβόλαια || του φόρτωσα όλες τις βαριές δουλειές του εργοστασίου και τον πήδηξα»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.