πέφτω, ρ. [<μσν. πέφτω <αρχ. πίπτω], πέφτω. 1. ξαπλώνω για να ξεκουραστώ, ιδίως για να κοιμηθώ: «κάν’ τε ησυχία, γιατί ο παππούς έπεσε λιγάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα). 2. χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση, δεν έχω όρεξη για κάτι, δεν έχω κέφι: «όταν πέφτει αυτός ο άνθρωπος, είναι για να τον κλαιν’ κι οι ρέγκες». 3. ανατρέπομαι, χάνω τη θέση μου ή την ισχύ μου: «έπεσε η κυβέρνηση». 4. εξασθενώ: «έπεσε πολύ μετά την τελευταία του αρρώστια». 5. καταντώ, ξεπέφτω: «πώς έπεσες έτσι, μωρέ παιδάκι μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνο επαράκουσε επήγε και ξεστράτισε, μια πέρδικα ορέχτη, σε ρούγα πάει και πέφτει. Ένας αϊτός γκρεμίστηκε και το βουνό εσείστηκε). 6. καταστρέφομαι οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έπεσε, έχασε και τους φίλους που είχε». 7. ξεγελιέμαι ή πείθομαι από κάποιον να κάνω αυτό που επιθυμεί, αυτό που θέλει για προσωπικό του συμφέρον, για προσωπικό του όφελος: «τον είχε από κοντά όλο τ’ απόγευμα και προσπαθούσε  να τον πείσει να ρίξει λεφτά στη δουλειά του, αλλά ο δικός σου δεν έπεσε». 8. σκοτώνομαι, ιδίως με θάνατο που γίνεται στο όνομα κάποιας ιδέας, θυσιάζομαι: «έπεσε ηρωικά υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας του». 9. (για ενέργειες) λιγοστεύω, εξασθενίζω: «έπεσε η μπαταρία». 10. τυχαίνω, βρίσκομαι στη δικαιοδοσία ή περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου: «ήταν φαίνεται γραφτό μου να πέσω σε τέτοιο γραφειοκράτη και να μου βγάλει το λάδι, μέχρι να δώσει την υπογραφή του || έπεσες σε καλά χέρια από την πρώτη μέρα που έπιασες δουλειά, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι θα πει εκμετάλλευση!». 11. προϋποθέτω, παρουσιάζομαι ξαφνικά, ενσκήπτω: «αν δε πέσει διάβασμα, δεν πρόκειται να την περάσεις την τάξη || για να χάσω αυτά τα δέκα κιλά, έπεσε πολλή πείνα || πρόσεξε την υγεία σου, γιατί έχει πέσει επιδημία φυματίωσης». 12. συμπίπτει κάτι χρονικά μ’ ένα άλλο γεγονός, τυχαίνει την τάδε ημερομηνία: «πότε πέφτει το Πάσχα φέτος; || τα γενέθλιά μου πέφτουν τη μέρα της γιορτής της κι έτσι κάνουμε μια γιορτή». 13. (και για τα δυο φύλα) ενδίδω στις ερωτικές προτάσεις κάποιου και συνάπτω ερωτικό δεσμό μαζί του: «επειδή είναι όμορφο παλικάρι έχει πάρει ψηλά τον αμανέ και δεν πέφτει εύκολα || την κυνηγούσα δυο μήνες, ώσπου στο τέλος έπεσε». (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω, μην επιμένεις και δε θα πέσω,με συγχωρείτε, δε θα μπορέσω). 14. προστακτ. πέσε, δώσε μου τα λεφτά, πλήρωσε: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, πέσε». Συνοδεύεται με πρόταση του χεριού προς το συνομιλητή μας και με ανοιχτή την παλάμη. (Ακολουθούν 416 φρ.)·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. λ. καρφίτσα·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, βλ. λ. θάλασσα·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, βλ. λ. σπίτι·
- αν δεν πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ.χέρι·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- ας πέσει! βλ. φρ. να πέσει(;)·
- ας πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- βαρύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! βλ. λ. χέρι·
- δε μου πέφτει λόγος, βλ. λ. λόγος·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πέφτει βελόνα, βλ. λ. βελόνα·
- δεν πέφτει βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- δεν πέφτει καρφίτσα, βλ. λ. καρφίτσα·
- έπεσα μέσα, βλ. λ. μέσα·
- έπεσα πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- έπεσα κουμπούρα, βλ. λ. κουμπούρα·
- έπεσα σαν κουρσούμι, βλ. λ. κουρσούμι·
- έπεσα σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσαν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- έπεσαν οι μετοχές του, βλ. λ. μετοχή·
- έπεσαν οι τζίφρες, βλ. λ. τζίφρα·
- έπεσαν οι τιμές, βλ. λ. τιμή·
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- έπεσαν (όλοι) να τον φάνε, βλ. λ. τρώω·
- έπεσαν οι υπογραφές, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσαν πολλά κορμιά, βλ. λ. κορμί·
- έπεσαν σαν τα καρτάλια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. καρτάλι·
- έπεσαν σαν τα κοράκια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. κοράκι·
- έπεσαν σαν τα όρνια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. όρνιο·
- έπεσαν σαν τις ακρίδες, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν τα δόντια του, βλ. λ. δόντι·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- έπεσαν τα νεφρά μου ή μου ’πεσαν τα νεφρά, βλ. λ. νεφρό·
- έπεσαν τα σύρματα, βλ. λ. σύρμα·
- έπεσαν τα τέλια, βλ. λ. τέλι·
- έπεσαν τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- έπεσε άδοξα, βλ. λ. άδοξα·
- έπεσε ακρίδα, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσε απ’ τη σελήνη, βλ. λ. σελήνη·
- έπεσε απ’ την Ακρόπολη (απ’ το Λευκό Πύργο) και στάθηκε όρθιος, βλ. λ. Ακρόπολη·
- έπεσε απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- έπεσε απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- έπεσε απ’ τον ουρανό, βλ. λ. ουρανός·
- έπεσε απίστομα ή έπεσε τ’ απίστομα, βλ. λ. απίστομα·
- έπεσε άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- έπεσε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε για θάνατο, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έπεσε γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω, βλ. λ. έξω·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έπεσε επιδημία, βλ. λ. επιδημία·
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, βλ. λ. παραδάκι·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έπεσε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- έπεσε η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε η δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- έπεσε η κυβέρνηση, βλ. λ. κυβέρνηση·
- έπεσε η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έπεσε η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσε θρήνος, βλ. λ. θρήνος·
- έπεσε θύμα των τροχών, βλ. λ. τροχός·
- έπεσε καρφί, βλ. λ. καρφί·
- έπεσε Κατοχή, βλ. λ. Κατοχή·
- έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- έπεσε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. μαύρος·
- έπεσε μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- έπεσε με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έπεσε μια ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
- έπεσε να πεθάνει, βλ. λ. πεθαίνω·
- έπεσε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσε ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έπεσε ο διακόπτης, (για πρόσωπα) βλ. λ. διακόπτης·
- έπεσε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- έπεσε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- έπεσε παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- έπεσε πείνα, βλ. λ. πείνα·
- έπεσε πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- έπεσε περονόσπορος, βλ. λ. περονόσπορος·
- έπεσε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε πολύ χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- έπεσε πολύ χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε σαν βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν γινωμένο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σαν κεραυνός, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κοτόπουλο ή έπεσε σαν το κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεσε σαν μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έπεσε σαν πέρδικα ή έπεσε σαν την πέρδικα, βλ. λ. πέρδικα·
- έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- έπεσε σαν ώριμο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- έπεσε σταλία, βλ. λ. σταλία·
- έπεσε στεναγμός, βλ. λ. στεναγμός·
- έπεσε στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- έπεσε στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- έπεσε στη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- έπεσε στην πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), βλ. λ. τσιμπίδα·
- έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε στο κενό, βλ. λ. κενό·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έπεσε σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- έπεσε τακούνι, βλ. λ. τακούνι·
- έπεσε τέζα, βλ. λ. τέζα·
- έπεσε το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το κρύο, βλ. λ. κρύο·
- έπεσε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το προσωπείο του, βλ. λ. προσωπείο·
- έπεσε του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- έπεσε του θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε του πεθαμού, βλ. λ. πεθαμός·
- έπεσε τσεκούρι, βλ. λ. τσεκούρι·
- έπεσε φαρδιά πλατιά ή έπεσε φαρδύς πλατύς, βλ. λ. φαρδύς·
- έπεσε φυλλοξήρα, βλ. λ. φυλλοξήρα·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά·
- έπεσε χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε χοντρό θάψιμο, βλ. λ. θάψιμο·
- έπεσε χοντρό κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσες στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- έπεφταν σαν κοτόπουλα ή έπεφταν σαν τα κοτόπουλα, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. λ. μύγα·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έχει πέσει…, (ιδίως για κακό) έχει εκδηλωθεί, έχει εμφανιστεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πέσει φτώχεια || θα διαλύσει η παρέα, γιατί έχει πέσει διχόνοια». (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που ’χει πέσει το κακό έχει παραγίνει. Με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει)· 
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει ή η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. λ. μύτη·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- θα πέσω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα σου πέσει η μήτρα; βλ. λ. μήτρα·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. λ. μούρη·
- θα σου πέσει το καπέλο; βλ. λ. καπέλο·
- θα σου πέσουν τα νεφρά; βλ. λ. νεφρό·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- και πολύ σου πέφτει, είναι πολύ περισσότερο αυτό που σου δίνω από αυτό που πρέπει να πάρεις ή να ωφεληθείς, σου είναι υπερβολικά πολύ: «πάρε αυτό το ποσό για την παλιοδουλειά που μου ’κανες και πολύ σου πέφτει || με τις γνώσεις που έχεις, θα σε πάρω για νυχτοφύλακα στο εργοστάσιό μου και πολύ σου πέφτει». Συνών. και πολύ σου είναι / και πολύ σου πάει·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. λ. καρφίτσα·
- κατά πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες),προς τα πού, προς ποια κατεύθυνση βρίσκεται(;): «κατά πού πέφτει αυτή η οδός; || κατά που πέφτει η Καλαμαριά;»·
- λίγο μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει λίγο·
- λίγο σου πέφτει! δε σου είναι αρκετό! δε σε ικανοποιεί! (ενώ στην πραγματικότητα σίγουρα θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος ανάλογα με αυτό που αξίζεις ή προσφέρεις). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί ή το μήπως·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, βλ. λ. πάχη·
- μας την πέσανε, μας επιτέθηκαν, μας μπλόκαραν, μας παγίδεψαν: «κι εκεί που ρίχναμε αβέρτα τα κόκαλα, μας την πέσανε οι μπάτσοι»·
- μας την πέσανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μην πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- μην πέσεις στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- μην πέσεις στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- μου ’πεσε βαρύ, α. (για φαγητά) μου δημιούργησε πρόβλημα στο στομάχι: «έφαγα πάρα πολύ, γιατί ήταν πολύ νόστιμο το φαγητό, και μου ’πεσε βαρύ». β. (για πράγματα) αποδείχτηκε βαρύ για τις δυνάμεις μου: «νόμισα πως μπορούσα να σηκώσω μοναχός μου το κιβώτιο, αλλά μου ’πεσε βαρύ και το παράτησα»· βλ. και φρ. μου πέφτει βαρύ·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου ’πεσε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, βλ. λ. αριθμός·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε το λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου πέφτει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), παύει να βρίσκεται σε κατάσταση στύσης, ιδίως τη στιγμή που πρόκειται να εισέλθει στον κόλπο της γυναίκας: «θα πρέπει να ’χω κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα γιατί, κάθε φορά που ετοιμάζομαι να της τον βάλω μέσα, μου πέφτει»·
- μου πέφτει βαρύ, δεν μπορώ να ενεργήσω με αυτόν το συγκεκριμένο σκληρό τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία ή την ψυχοσύνθεσή μου: «μου πέφτει βαρύ να τον κλείσω φυλακή για μερικά ψωροευρώ, που μου χρωστάει || δεν μπορώ ν’ αφήσω αβοήθητο το φίλο μου, γιατί μου πέφτει βαρύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως· βλ. και φρ. μου ’πεσε βαρύ·
- μου πέφτει λίγο(ς), βλ. λ. λίγος·
- μου πέφτει ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου πέφτει πολύ, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την αξία μου, τις δυνάμεις μου, τις προσδοκίες μου ή τις ικανότητές μου: «δεν μπορώ ν’ αναλάβω μια τόσο υπεύθυνη θέση, γιατί μου πέφτει πολύ και θα τα κάνω θάλασσα || δεν μπορώ να πάρω ένα τόσο μεγάλο ποσό για λίγες ώρες δουλειάς, γιατί νομίζω πως μου πέφτει πολύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως·
- μου πέφτουν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- μου την έπεσε, (και για τα δυο φύλα) με πλεύρισε και με λόγια ή πράξεις μου έδειξε πως θέλει να δημιουργήσει μαζί μου ερωτικό δεσμό ή να έχει μια σεξουαλική επαφή μαζί μου: «έμεινα έκπληκτος, όταν ήρθε και μου την έπεσε μια τέτοια γυναικάρα || εκεί που καθόμουν κι έπινα ήσυχα τον καφέ μου, μου την έπεσε ένα παίδαρος δυο μέτρα»·
- μου την έπεσε στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- να πέσει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή, ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται πως δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να πέσει; Κατά κανόνα η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να πέσει! να πέσει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να του ’ρθει(;)·
- να πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει! βλ. λ. ταβάνι·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- να πέφτει το μαλλί! βλ. λ. μαλλί!
- να πέφτει το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- να πέφτουν τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- να το (τη) φυσήξεις, θα πέσει, (για σπίτια ή άλλες κατασκευές) βλ. λ. φυσώ·
- να τον φυσήξεις, θα πέσει, βλ. λ. φυσώ·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. λ. κατάρα·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος σκάβει (ανοίγει) το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, βλ. λ. σπίτι·
- όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέσε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- πέσε το μαλλί! βλ. λ. μαλλί·
- πέσε το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- πέσε το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, βλ. λ. νόμος·
- πέφτει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει εύκολα, (ιδίως για γυναίκα) βλ. λ. εύκολος·
- πέφτει η κατανάλωση, (για προϊόντα) βλ. λ. κατανάλωση·
- πέφτει καμπάνα ή πέφτουν καμπάνες, βλ. λ. καμπάνα·
- πέφτει κράξιμο, βλ. λ. κράξιμο·
- πέφτει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- πέφτει νερό με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- πέφτει ξεφωνητό, βλ. λ. ξεφωνητό·
- πέφτει ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- πέφτει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πέφτει ο υδράργυρος, βλ. λ. υδράργυρος·
- πέφτει παραμιλητό, βλ. λ. παραμιλητό·
- πέφτει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- πέφτει πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει σήμα, βλ. λ. σήμα·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει στην αντίληψή μου (κάτι), βλ. λ. αντίληψη·
- πέφτει σύννεφο, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτει σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. κορόμηλο·
- πέφτει το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
- πέφτει φούμαρο, βλ. λ. φούμαρο·
- πέφτει ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- πέφτουν αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- πέφτουν βροχή, βλ. λ. βροχή·
- πέφτουν γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- πέφτουν καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- πέφτουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτουν κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- πέφτουν μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- πέφτουν μύτες, βλ. λ. μύτη·
- πέφτουν ντουφεκιές, βλ. λ. ντουφεκιές·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- πέφτουν στράκες, βλ. λ. στράκα·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- πέφτουν τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω απ’ τα σύννεφα, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτω απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, βλ. λ. Σκύλλα·
- πέφτω απ’ το θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- πέφτω για στούφα ή πέφτω για στούφες, βλ. λ. στούφα·
- πέφτω για τούφα ή πέφτω για τούφες, βλ. λ. τούφα·
- πέφτω για ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- πέφτω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- πέφτω δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- πέφτω ηρωικά, βλ. λ. ηρωικά·
- πέφτω θύμα, βλ. λ. θύμα·
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. λ. θάλασσα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. φωτιά·
- πέφτω κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- πέφτω με τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- πέφτω μονός διπλός, βλ. λ. διπλός·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω μπρούμυτα ή πέφτω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- πέφτω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- πέφτω ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πέφτω ξερός, βλ. λ. ξερός·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πρώτος στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- πέφτω σε δυστυχία ή πέφτω στη δυστυχία, βλ. λ. δυστυχία·
- πέφτω σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε κελέκια, βλ. λ. κελέκι·
- πέφτω σε λάθη ή πέφτω σε λάθος, βλ. λ. λάθος·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω σε λακκούβα ή πέφτω στη λακκούβα, βλ. λ. λακκούβα·
- πέφτω σε λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πέφτω σε μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- πέφτω σε μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- πέφτω σε ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- πέφτω σε παγίδα ή πέφτω στην παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- πέφτω σε παλούκι ή πέφτω σ’ ένα παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- πέφτω σε σκόπελο, βλ. λ. σκόπελος·
- πέφτω σε ύφαλο, βλ. λ. ύφαλος·
- πέφτω στ’ άσπρα, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), βλ. λ. βαθύς·
- πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. λ. βρόχι·
- πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα γόνατά του, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήρια·
- πέφτω στα δίχτυα ή πέφτω στο δίχτυ, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δυο (ενν. γόνατα), παρακαλώ κάποιον ταπεινά για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «πήγε στο διευθυντή κι έπεσε στα δυο για να πάρει το γιο του στο εργοστάσιο»·
- πέφτω στα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- πέφτω στα μαλακά, βλ. λ. μαλακά·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- πέφτω στα νύχια του, βλ. λ. νύχι·
- πέφτω στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. λ. πλοκάμι·
- πέφτω στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- πέφτω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
πέφτω στα σκληρά, βλ. λ. σκληρά·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- πέφτω στα χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), βλ. λ. γλώσσα·
- πέφτω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- πέφτω στη ζήτα, βλ. λ. ζήτα·
- πέφτω στη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- πέφτω στη λούμπα, βλ. λ. λούμπα·
- πέφτω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- πέφτω στη μικρή κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- πέφτω στην αγκαλιά του, βλ. λ. αγκαλιά·
- πέφτω στην άσπρη, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), βλ. λ. εκτίμηση·
- πέφτω στην καπά(ν)τζα, βλ. λ. καπά(ν)τζα·
- πέφτω στην κονόμα, βλ. λ. κονόμα·
- πέφτω στην ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- πέφτω στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- πέφτω στην ποντικοπαγίδα, βλ. λ. ποντικοπαγίδα·
- πέφτω στην τσιμεντόπλακα, βλ. λ. τσιμεντόπλακα·
- πέφτω στο βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- πέφτω στο δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- πέφτω στο κανναβάτσο, βλ. λ. κανναβάτσο·
- πέφτω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- πέφτω στο κενό, βλ. λ. κενό·
- πέφτω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- πέφτω στο μπρισίμι, βλ. λ. μπρισίμι·
- πέφτω στο νερό, βλ. λ. νερό·
- πέφτω στο πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- πέφτω στο πριγιόνι, βλ. λ. πριγιόνι·
- πέφτω στο ποτό, βλ. λ. ποτό·
- πέφτω στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στο στρώμα, βλ. λ. στρώμα·
- πέφτω στον γκρεμό, βλ. λ. γκρεμός·
- πέφτω στον πρώτο λύκο, βλ. λ. λύκος·
- πέφτω στον τόκο, βλ. λ. τόκος·
- πέφτω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- πέφτω χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πολύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει πολύ·
- πολύ του πέφτει! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα να κάνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αυτό το οποίο κουβεντιάζουμε: «μη μου πεις ότι μπορεί να πάει και στην Αθήνα με τα πόδια; -Πολύ του πέφτει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το γιατί ή το μήπως και η φρ. κλείνει με το νομίζεις και είναι φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε κλείνει τη φρ. το νομίζεις·
- προς τα πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες), βλ. φρ. κατά πού πέφτει(;)·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- σιγά μην πέσεις! ειρωνική έκφραση σε άτομο που, υπερβάλλοντας τις δυνάμεις του ή λόγω μεγάλου ενθουσιασμού, μας ανακοινώνει πως θα κάνει πράγματα για τα οποία εμείς είμαστε σίγουροι πως δε θα τα καταφέρει, πως θα αποτύχει: «κι όμως, εγώ χωρίς λεφτά, θα στήσω ολόκληρη επιχείρηση. -Σιγά μην πέσεις!». Συνών. σιγά μην τρακάρεις(!)·
- τα πέφτω, πληρώνω χρήματα, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγορά κάνω, τα πέφτω αμέσως κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. λεφτά·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, βλ. λ. λόγος·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. χρήμα·
- την πέφτω, α. ξαπλώνω για ύπνο: «αν δεν την έπεφτα τα μεσημέρια, δε θα μπορούσα ν’ αντέξω στα ξενύχτια». β. ενεργώ προκλητικά εναντίον κάποιου με σκοπό να μαλώσω μαζί του: «όταν είναι νευριασμένος, την πέφτει στον καθένα, γιατί ψοφάει για καβγά»·
- την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της πέφτω (από) δίπλα ή της την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της την έπεσα στα ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- της την πέφτω, πλευρίζω γυναίκα και με τα λόγια ή τις πράξεις μου της δίνω να καταλάβει πως θέλω να συνάψω μαζί της ερωτική σχέση: «μόλις δει καμιά όμορφη στο δρόμο, σιάχνει τη γραβάτα του και της την πέφτει»·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, βλ. λ. μήλο·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’πεσαν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του ’πεσε ο τουπές, βλ. λ. τουπέ·
- του ’πεσε το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. λ. σάλιο·
- του πέφτω (από) δίπλα ή του την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- του πέφτω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- του την έπεσα, α. ενήργησα προκλητικά σε βάρος του, τον προκάλεσα: «μόλις του την έπεσα, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και την κοπάνησε». β. τον πλησίασα με σκοπό να του αποσπάσω κάτι, ιδίως χρήματα: «μόλις μπήκε στο μπαράκι του την έπεσα για κάτι λεφτά που μου χρειαζόταν, αλλά έσπασα τα μούτρα μου»·
- του την έπεσαν, του επιτέθηκαν, τον μπλόκαραν: «μόλις βγήκε απ’ το μπαρ, του την έπεσαν τρεις αστυνομικοί και τον έπιασαν»·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά.