πετσάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πετσί], το πετσάκι· το δέρμα γύρω από το άκρο του πέους, γύρω από τη βάλανο·
- παίζει το πετσάκι του, βλ. συνηθέστ. τραβάει το πετσάκι του·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που αυνανίζεται συστηματικά·
- τραβάει το πετσάκι του, μαλακίζεται, αυνανίζεται και, κατ’ επέκταση, δεν κάνει τίποτα το ενδιαφέρον, περνάει άσκοπα τον καιρό του, τεμπελιάζει: «τον έπιασα στην τουαλέτα να τραβάει το πετσάκι του || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει το πετσάκι του». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία, που μιμείται τις κινήσεις του αυνανισμού.