πέτσα, η, ουσ. [<μσν. πέτσα <ιταλ. pezza]. 1. η επιδερμίδα, το δέρμα: «έπεσα και γδάρθηκε λίγο η πέτσα μου». (Τραγούδι: και που ’χει μαύρη πέτσα καθένας το ξεχνά, κατώτεροι κι ανώτεροι τον λεν παλικαρά το νέγρα το λοχία, το Τζο το φουκαρά). 2. η κρούστα που σχηματίζεται στο γιαούρτι ή στο βρασμένο γάλα όταν κρυώσει: «δεν του αρέσει καθόλου η πέτσα». 3. η κόρα του ψωμιού: «έτσι όπως έφαγες όλη την πέτσα του ψωμιού, είναι τώρα για πέταμα!». Υποκορ. πετσούλα, η·
- δεν έχει πέτσα ή δεν έχει πέτσα απάνω του ή δεν έχει απάνω του πέτσα, δεν έχει ντροπή, φιλότιμο, είναι αδιάντροπος, αναίσχυντος: «φέρεται σ’ όλους με αισχρό τρόπο, γιατί δεν έχει πέτσα απάνω του»· 
- μου σηκώθηκε η πέτσα ή σηκώθηκε η πέτσα μου, βλ. συνηθέστ. μου σηκώθηκε η τρίχα, λ. τρίχα.