πεσκέσι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. πεσκέσιον <τουρκ. peşkeş]. 1. δώρο ή προσφορά αποτελούμενη κυρίως από φαγώσιμα είδη ή ποτά. Η προσφορά τέτοιων δώρων ήταν συνηθισμένη κυρίως στην επαρχία, όπου, εκτός από τα φαγώσιμα είδη τυρί, βούτυρο, μέλι, λαρδί κ.ά. ή τα ποτά ούζο, τσίπουρο, κρασί, σπιτικό λικέρ, πρόσφεραν και πουλερικά: «είχε καιρό να πάει να τον δει στο σπίτι του και, για να μην πάει μ’ άδεια χέρια, του πήγε πεσκέσι και δυο κότες». 2. (ειρωνικά) οτιδήποτε μας στέλνει ή μας φέρνει κάποιος που μας προξενεί δυσφορία ή προβλήματα: «αφού έφαγαν καλά και ήπιαν, το γκαρσόνι τους έφερε πεσκέσι το λογαριασμό»·
- δίνω πεσκέσι, α. δίνω σε κάποιον δώρο το είδος που αναφέρω: «επειδή ήρθε να με δει, του ’δωσα κι εγώ πεσκέσι ένα κομμάτι λαρδί». β. (ειρωνικά) δίνω σε κάποιον κάτι που του προξενεί δυσφορία: «ανέθεσε σε όλους να κάνουν κάτι, έδωσε και σε μένα πεσκέσι το σκύλο του να τον πάω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: ένα λαχείο ζήταγα σε μένανε να πέσει· η τύχη όμως μου ’δωσε εσένα για πεσκέσι). γ. πληροφορώ κάποιον για κάτι δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: «αν τον δεις, δώσ’ του πεσκέσι πως θα τον σπάσω στο ξύλο, μόλις τον συναντήσω»·
- είναι για το διάβολο πεσκέσι ή είναι του διαβόλου πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω πεσκέσι, α. παίρνω από κάποιον ένα από τα προαναφερόμενα δώρα: «πήρα πεσκέσι μια κότα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω ακόμα ποιος μου την έχει στείλει». β. (ειρωνικά) παίρνω, ιδίως δημόσιο έγγραφο, που μου είναι εντελώς  δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: «πήρα πεσκέσι απ’ την εφορία τι πρέπει να πληρώσω τη χρονιά που μας πέρασε και μου ’ρθε σκοτοδίνη». γ. (ειρωνικά) με επιπλήττουν, με κατσαδιάζουν: «πήγαινε στο διευθυντή να πάρεις κι εσύ το πεσκέσι σου»·
- του στέλνω πεσκέσι, α. του στέλνω ένα από τα προαναφερόμενα δώρα: «επειδή, όσες φορές τον χρειάστηκα, με βοήθησε, του ’στειλα πεσκέσι ένα κεφάλι κασέρι». β. (ειρωνικά) τον πληροφορώ για κάτι, που δεν του είναι καθόλου αρεστό ή επιθυμητό: «και πες του ότι, του στέλνω πεσκέσι πως, αν τον συναντήσω, θα του σπάσω τα μούτρα». γ. (ειρωνικά) του αποστέλλω κάτι, ιδίως δημόσιο έγγραφο, που του είναι εντελώς δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: «του ’στειλαν πεσκέσι απ’ την εφορία το χαρτάκι, που λέει τι πρέπει να πληρώσει για τη χρονιά που μας πέρασε και τραβάει τα μαλλιά του»·
- φέρνω πεσκέσι, βλ. φρ. δίνω πεσκέσι.