περιστέρι, το, ουσ. [<μσν. περιστέριν <αρχ. περιστέριον, υποκορ. του ουσ. περιστερά], το περιστέρι·
- όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, ποτέ: «όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, τότε θα σε συγχωρήσω για τις βλακείες που είπες για μένα»·
- περιστέρι μου! α. χαϊδευτική προσφώνηση σε μωρό ή σε μικρό παιδί: «γιατί κλαίει το περιστέρι μου;». (Λαϊκό τραγούδι: κοιμήσου, περιστέρι μου,να γίνεις σαν ατσάλι, να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη). β.χαϊδευτική προσφώνηση σε ωραία γυναίκα ή σε ερωμένη: «γιατί είσαι στενοχωρημένη, περιστέρι μου!». (Τραγούδι: θα ’θελα να ’σουν ταίρι μου, να μ’ αγαπάς περιστέρι μου).