περίπτωση, η, ουσ. [<αρχ. περίπτωσις], η περίπτωση. 1. (και για τα δυο φύλα) άντρας αξιόλογος, καθώς πρέπει, μοναδικός, ξεχωριστός, ή γυναίκα όμορφη και με καλό χαρακτήρα, μοναδική, ξεχωριστή: «γνώρισα έναν άνθρωπο, που είναι περίπτωση σου λέω!». 2. δουλειά κερδοφόρα: «ανέλαβα μια δουλειά, που είναι περίπτωση για μένα». 3. αντικείμενο ή εμπόρευμα αξίας που πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας: «αγόρασα ένα ρολόι, πολύ περίπτωση!». 4. ως επιφών. περίπτωση! (για καλό ή για κακό) δηλώνει απορία, έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι που βλέπουμε ή για κάτι που μας λένε. Πολλές φορές, προτάσσεται το βρε ή το μωρέ ή το ρε ή το για δες·
- δεν υπάρχει περίπτωση, είναι αδύνατον να…, αποκλείεται να…, ποτέ: «δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει σ’ αυτό το μπαράκι, γιατί είναι μαλωμένος με τον ιδιοκτήτη του || δεν υπάρχει περίπτωση να σου επιστρέψει τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλος μπαταξής»·
- έπεσες στην περίπτωση, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε σε κάτι που μας ζητάει, είσαι άτυχος: «μπορείς να μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις πλήρωσα μια επιταγή και δε μου ’χει μείνει φράγκο». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον, πως μας ζητάει κάτι στην κατάλληλη στιγμή, οπότε μπορούμε να ανταποκριθούμε στο αίτημά του, είσαι τυχερός: «μπορείς να μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις μου φέρανε κάτι λεφτά || θέλω να δω, αν γίνεται, το διευθυντή. -Έπεσες στην περίπτωση, γιατί μόλις ήρθε». Πολλές φορές, ιδίως στην πρώτη περίπτωση, προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τα όσα προηγήθηκαν, πάντως: «τη μια μου φέρθηκε αχάριστα και την άλλη με κατηγόρησε,, εν πάση περιπτώσει όμως, μια και βρίσκεται σε δύσκολη θέση, θα τον βοηθήσω || δεν είναι ακριβό αυτό που θέλεις ν’ αγοράσεις, εν πάση περιπτώσει όμως, πάρε λεφτά να ’χεις μαζί σου, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται»·
- πέφτω στην περίπτωση, α. (και για τα δυο φύλα) μου τυχαίνει γνωριμία με αξιόλογο άντρα ή γυναίκα: «με τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε είπα μέσα μου, δικέ μου, έπεσες στην περίπτωση, αυτό είναι κορίτσι για σπίτι!». β. (ειρωνικά) δηλώνει εντελώς το αντίθετο· βλ. και φρ. έπεσες στην περίπτωση·
- σε αντίθετη περίπτωση ή στην αντίθετη περίπτωση, αν συμβεί, αν προκύψει κάτι το αντίθετο ή το διαφορετικό από αυτό που μόλις σου είπα, διαφορετικά: «μη στενοχωριέσαι, γιατί θα βρω τρόπο να σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται, σε αντίθετη περίπτωση, βρε αδερφέ, θα πουλήσω τ’ αυτοκίνητό μου»·
- σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από οτιδήποτε, ό,τι και αν συμβεί: «μη φοβάσαι τίποτα, γιατί σε κάθε περίπτωση θα βρίσκομαι στο πλάι σου»·
- σε καμιά περίπτωση, ποτέ: «αφού μου φέρθηκε σκάρτα, σε καμιά περίπτωση δε θα τον βοηθήσω»·
- σε περίπτωση που… ή στην περίπτωση που…, αν τύχει και συμβεί, και προκύψει κάτι: «σε περίπτωση που δε θα ’ρθει ο τάδε, τηλεφώνησέ μου || στην περίπτωση που με χρειαστείς, θα βρίσκομαι στο τάδε μπαράκι»·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! βλ. λ. τιμή.