περίληψη, η, ουσ. [<αρχ. περίληψις], η περίληψη·
- περίληψη ανθρώπου, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος πολύ μικροκαμωμένος, πολύ αδύναμος: «αν τα βάλω μαζί του, θα με κοροϊδεύει ο κόσμος, γιατί ο τύπος είναι περίληψη ανθρώπου».