πέραση, η, ουσ. [<αρχ. πέρασις], η πέραση·
- έχει πέραση, α. (για πρόσωπα) θεωρείται αναγκαίος, σημαντικός, λόγω κάποιας ιδιαίτερης γνώσης ή ιδιότητάς του: «έχει πέραση στην επιχείρηση, γιατί είναι απόλυτος γνώστης της πληροφορικής || οι φουσκωτοί έχουν πέραση τα τελευταία χρόνια, γιατί τους θέλουν για μπράβους τα διάφορα νυχτερινά κέντρα». β. έχει κύρος, ισχύ, επηρεάζει σε ένα χώρο ή σε ένα κύκλο ανθρώπων: «αν δεν έχει πέραση μέσα στην επιχείρηση αυτός που είναι διευθυντής, τότε ποιος έχει;». γ. (και για τα δυο φύλα) παρά την ηλικία του διατηρείται ακμαίος και για το λόγο αυτό αρέσει, γίνεται αποδεκτός, έχει ερωτικές επιτυχίες: «παρά τα χρονάκια που κουβαλάει, έχει πέραση στους άντρες». δ. (γενικά και για τα δυο φύλα) αρέσει, γίνεται αποδεκτός, έχει ερωτικές επιτυχίες: «είναι πολύ ωραίο παιδί κι έχει πέραση στις γυναίκες». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε σ’ αρέσω, μίλα μου, αν δε σου κάνω σφύρα, θα ’χω μεγάλη πέραση,αν μείνω ζωντοχήρα). ε. (για προϊόντα) παρουσιάζει μεγάλη εμπορική επιτυχία, ζητιέται πολύ: «έριξε ένα καινούριο είδος στην αγορά κι έχει πολλή πέραση || όταν δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο ηλεκτρισμός, οι γκαζόλαμπες και τα λυχνάρια είχαν πολύ πέραση». στ. (για ρούχα) συνηθίζεται, είναι της μόδας: «τα τελευταία χρόνια έχει πολλή πέραση το μπλουτζίν»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. λ. λόγος.